Ελένη Γιαννακάκη: Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο
«Σιχαίνομαι τα γερασμένα χέρια. Τα χέρια πιο πολύ από άλλα μέρη του σώματος. Φυσικά και το πρόσωπο, δε λέω, το δέρμα του προσώπου, του λαιμού κυρίως, ναι, του λαιμού, που έτσι, με την παραμικρή κίνηση, στρίβει και μαζεύεται σαν να 'χει ξεκολλήσει απ' το κρέας και τα κόκαλα. Αλλά με τα χέρια είναι αλλιώς. Γιατί τα χέρια είναι κάτι σαν... πώς να το πω;, σαν... σαν τις κεραίες, σαν γέφυρες είναι που σε φέρνουνε πιο κοντά με όλα γύρω σου, ανθρώπους και πράγματα. Να, τα χέρια σ' αγγίζουνε, σε χαιρετούν, σ' αγκαλιάζουν, σε χαϊδεύουνε ή και σε δέρνουν. Τα χέρια σού μιλούνε ακόμη κι όταν το στόμα είναι κλειστό».
Ένα μυθιστόρημα για τα γερατειά σε μια κοινωνία που, εμμονικά προσηλωμένη στη φαντασίωση της αιώνιας νεότητας και της αισθητικής της, αντιμετωπίζει τους γέρους σαν τους καινούργιους παρίες.