Πάολο Κονιέττι: Τα οχτώ βουνά
Ο Πιέτρο είναι ένα αγοράκι της πόλης, μοναχικό και λίγο κακότροπο. Η μητέρα του δουλεύει σ' ένα γραφείο συμβουλευτικής οικογενειών στην περιφέρεια κι έχει ταλέντο στο να φορτώνεται τις ευθύνες των άλλων. Ο πατέρας του είναι χημικός, τύπος σκοτεινός και γοητευτικός, που γυρίζει στο σπίτι κάθε βράδυ από τη δουλειά μες στα νεύρα. Τους γονείς του Πιέτρο τους συνδέει ένα κοινό πάθος: γνωρίστηκαν στο βουνό, ερωτεύτηκαν στο βουνό και μάλιστα παντρεύτηκαν στα ριζά των Τριών Κορυφών του Λαβαρέντο. Το βουνό τούς ένωνε πάντα, ακόμα και στην τραγωδία, και τώρα ο επίπεδος ορίζοντας του Μιλάνου τους γεμίζει θλίψη και νοσταλγία.
Όταν ανακαλύπτουν το χωριουδάκι της Γκράνα, στα ριζά του Μόντε Ρόζα, νιώθουν πως βρίσκονται πια στο σωστό μέρος: ο Πιέτρο θα περάσει όλα του τα καλοκαίρια σ' εκείνο τον τόπο, που ήταν «κλεισμένος ψηλά από κορφές γκρίζες σαν το σίδερο και χαμηλά από έναν γκρεμό που εμπόδιζε την πρόσβαση», τον διέσχιζε ωστόσο ένας χείμαρρος που γοητεύει τον Πιέτρο από την πρώτη στιγμή. Εκεί τον περιμένει ο Μπρούνο, με μαλλιά ξανθά και σβέρκο καψαλισμένο από τον ήλιο. Έχει την ίδια ηλικία με τον Πιέτρο, όμως αυτός, αντί να κάνει διακοπές, πηγαίνει τα γελάδια στο βοσκοτόπι.
Αρχίζουν έτσι τα καλοκαίρια εξερευνήσεων και ανακαλύψεων, ανάμεσα στα εγκαταλειμμένα σπίτια και στο μύλο, στα πιο κακοτράχαλα μονοπάτια. Είναι τα χρόνια που ο Πιέτρο αρχίζει τις πορείες με τον πατέρα του, «ό, τι πλησιέστερο σε εκπαίδευση πήρα ποτέ από εκείνον». Γιατί το βουνό είναι γνώση, είναι ένας γνήσιος τρόπος ν' ανασαίνεις και θα είναι η πιο αληθινή του κληρονομιά: «Να τη, λοιπόν, η κληρονομιά μου: μια πλαγιά στο βράχο, χιόνι, ένας σωρός ακανόνιστα λιθάρια, ένα πεύκο». Μια κληρονομιά που μετά από πολλά χρόνια θα τον ξαναφέρει κοντά στον Μπρούνο.