Άντον Τσέχοφ : Το βιολί του Ρότσιλντ
«Η κωμόπολη ήταν μικρή, χειρότερη και από χωριό. Ζούσαν σε αυτήν σχεδόν αποκλειστικά γέροι, οι οποίοι πέθαιναν τόσο σπάνια, ώστε καταντούσε ενοχλητικό. Το νοσοκομείο και οι φυλακές χρειάζονταν ελάχιστα φέρετρα. Με άλλα λόγια, οι δουλειές πήγαιναν χάλια». Ο Γιάκοβ Ιβάνοφ κερδίζει όπως-όπως τα προς το ζην κατασκευάζοντας φέρετρα σε μια μικρή πόλη, όπου οι κάτοικοι δεν πεθαίνουν αρκετά συχνά – κατά τη γνώμη του Ιβάνοφ, τουλάχιστον. Εκτός από τα φέρετρα, έχει και άλλο ένα μικρό έσοδο, από το βιολί του. Τον καλούν κάθε τόσο να παίξει σε γάμους με μια εβραϊκή ορχήστρα. Ο Γιάκοβ παίζει πολύ καλά το βιολί, ειδικά τα ρωσικά τραγούδια. Εβδομηντάρης, με μόνη του έγνοια τις αναποδιές της δουλειάς του, ζει χωρίς να δίνει σημασία στον περίγυρό του. Μόνο όταν αποβιώσει η διακριτική σύζυγός του και πέσει ο ίδιος άρρωστος, μόνο τότε θα μάθει ξανά να παρατηρεί τον κόσμο. Κι αναρωτιέται: «Γιατί τελικά οι άνθρωποι εμποδίζουν ο ένας τον άλλον να ζήσει;» Το Βιολί του Ρότσιλντ είναι το χρονικό μιας εξιλέωσης στο κατώφλι του θανάτου, ένα παραμύθι όπου η μεταμέλεια δεν είναι παρά πικρία και γεννά ενίοτε την επιθυμία της σωτηρίας.