Με το καθησυχαστικό, διφορούμενο ύφος του ο Λέοναρντ Μπέρλινγκ (Μαρκ Ράιλανς) εξηγεί ποια απειλή τον έκανε να εγκαταλείψει το Λονδίνο κατά τη διάρκεια του πολέμου. «Μήπως οι ναζί;» ρωτάει ένας γκάνγκστερ στο Σικάγο, ο ιρλανδικής καταγωγής Ρόι Μπόιλ, που είναι και ο πρώτος του σημαντικός πελάτης. «Κάτι πολύ χειρότερο, τα blue jeans!»

 

Ο Ράιλανς διορθώνει όσους τον αποκαλούν ράφτη. Είναι κόφτης, τελειοποίησε την τέχνη, αν και τη θεωρεί περισσότερο τεχνική, μαθητεύοντας στους καλύτερους στη μικρή λονδρέζικη ευθεία του εμβληματικού δρόμου Saville Row. Για τους μυημένους σκέτο Row, μία από τις πολλές καίριες λέξεις στο Κοστούμι με διπλή σημασία, καθώς παραπέμπει στο death row, το εκτελεστικό απόσπασμα που περιμένει τους κακοποιούς που μπαινοβγαίνουν στο γουστόζικο ραφείο με την άνεση που θα είχαν στην ευρύχωρη ντουλάπα του σπιτιού τους. Ακόμη και ο τίτλος είναι διττός: εκτός από ρούχο, outfit ονομαζόταν και η οργάνωση του διαβόητου Αλ Καπόνε, που μετά τον θάνατό του εξελίχθηκε σε δίκτυο παρανομίας από τη μία ακτή των ΗΠΑ ως την άλλη, περνώντας φυσικά από την «πατρίδα» του εγκλήματος.

 

Αν δεν μας έλεγαν πως βρισκόμαστε στο Σικάγο, δεν θα το καταλαβαίναμε με ακρίβεια, έτσι που στέκει απόμερο και άχρονο, σαν αγγλικό μπιζού, χιονισμένο στην τυπική για την πόλη βαρυχειμωνιά του 1956, στην άκρη της πόλης το σκηνικό μιας κρίσιμης αντιπαράθεσης μεταξύ του γιου του capo και δεύτερου τη τάξει Ρίτσι και του καλύτερό του φίλου Φράνσις, που είναι και πρωτοπαλίκαρο του αφεντικού, ένας σκληρός και θαρραλέος μάγκας με αγγελικό πρόσωπο ‒ σε αντίθεση με τον πιο κακομαθημένο, πονηρό και βιαστικό διάδοχο.

 

Ο Μπέρλινγκ, ή σκέτο Εγγλέζος για τους καλοντυμένους νεαρούς, επιλέγει να τους παρακολουθεί υπομονετικά όταν τον εξαναγκάζουν να κρύψει βρόμικο χρήμα στο κατάστημά του, αλλά τα πράγματα περιπλέκονται, με την πιστή και ονειροπόλα βοηθό του να είναι παρούσα και τον πατέρα να έρχεται για να ξεκαθαρίσει μια κατάσταση που αποκτά ενδιαφέρουσα τροπή όπως την έχει σκεφτεί, γράψει και για πρώτη φορά σκηνοθετήσει ο Γκρέιαμ Μουρ, βραβευμένος με Όσκαρ σεναριογράφος για το Παιχνίδι της Μίμησης.

 

Το Κοστούμι (που έχει spoilers, αλλά όχι στη μνημειώδη διάσταση ενός Κάιζερ Σόζε) αντλεί την ανάπτυξη της πλοκής από τους χαρακτήρες του, ο λόγος παραμένει κοφτός και μη γκανγκστερικός και η σκιά των Ντέιβιντ Μάμετ και Τομ Στόπαρντ τρεμοπαίζει σε ένα έξυπνο, κεκλεισμένων των θυρών παιχνίδι που ξεφεύγει έντεχνα από το θεατρικό πλαίσιο με σφιχτές εναλλαγές κοντινών πλάνων και σωστά υπολογισμένη πυροδότηση των ανατροπών.

 

Με λίγα λόγια, ο Μουρ ξέρει τι κάνει, πώς να χρησιμοποιήσει το είδος στην ευρεία του έννοια για να διανθίσει το πορτρέτο ενός μυστηριώδους, λακωνικού επαγγελματία. Το Κοστούμι, που έκανε πρεμιέρα στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου και έχει εξαιρετικούς συντελεστές, από τον Αλεξάντρ Ντεσπλά και τη διακριτική σύνθεση υπογράμμισης μέχρι τον άγνωστο στο πλατύ κοινό Σάιμον Ράσελ Μπιλ, που δείχνει πόσο σπουδαίος είναι στα λίγα λεπτά που εμφανίζεται, διαθέτει μια χαμηλόφωνη γοητεία που αναδεικνύει την απροσδόκητη σκληρότητα του πυρήνα του.