Μετά τους Ξεριζωμένους, ένα ντοκιμαντέρ για παιδιά που ξεριζώθηκαν παρά τη θέλησή τους, το οποίο μας είχε αφήσει αλγεινή εντύπωση, λόγω της εξίσωσης της εμπειρίας μιας ανήλικης που έμεινε στο σπίτι για κάποιο διάστημα την περίοδο του Covid-19 με εκείνη παιδιών κατά τη δικτατορία του Φράνκο (και όχι μόνο), η Ελένη Αλεξανδράκη επιστρέφει για να αφηγηθεί την ιστορία ενός ακόμα «ξεριζωμένου» παιδιού, αυτήν τη φορά με τη μορφή μυθοπλασίας και, ευτυχώς, χωρίς επαίσχυντες (δυσ)αναλογίες.

 

Διασκευάζοντας ελεύθερα δύο μυθιστορήματα του Γιάννη Ατζακά, αφηγείται την ιστορία του Γιάννη Αρχοντή που αποστέλλεται από τη γιαγιά του σε παιδούπολη της Φρειδερίκης για «να μάθει γράμματα». Εκεί θα υποστεί ιδεολογική κατήχηση και μεταβολή της ταυτότητάς του – ένα γραφειοκρατικό λάθος κάνει «Αχοντή» τον Αρχοντή, συμβολίζοντας την παρέμβαση στην προσωπικότητα του παιδιού. Με γοητευτική ασπρόμαυρη φωτογραφία υψηλού contrast, σε πείσμα της αισθητικής δικτατορίας του HDR και με αφαιρετική (αλλά όχι ελλειμματική) αφήγηση, η δημιουργός επιχειρεί μια φιλμική βουτιά στον θολό βυθό των παιδικών αναμνήσεων του ενήλικου ήρωα δίχως μεγαλοστομίες, παρά τη φιλοδοξία ενός εγχειρήματος που διατρέχει τόσες ιστορικές περιόδους και επιθυμεί τη μετάβαση από το ειδικό στο γενικό, δίχως να αφήνει την εντύπωση μιας στρατευμένης δημιουργίας, παρά την ξεκάθαρη πολιτική στάση του. 

 

Η αδυναμία προσαρμογής της λογοτεχνικότητας σε κινηματογραφικό λόγο επηρεάζει τη φυσικότητα –δεν πρέπει να συγχέεται με τον ρεαλισμό, κάθε ταινία οφείλει πίστη στη δική της πραγματικότητα άλλωστε–, αλλά η επίδρασή της στο τελικό αποτέλεσμα απαλύνεται από την παρουσία ταλαντούχων ηθοποιών σε μικρούς ρόλους, από ερμηνείες ανηλίκων που δεν τις έκλεψαν μέσω reaction shots και από έναν συγκινητικό, εξομολογητικό επίλογο.