Από τα μέσα των ‘00s και μετά, περισσότερες ταινίες από ποτέ έγιναν διαθέσιμες άμεσα, με το πάτημα ενός κουμπιού, νόμιμα ή παράνομα. Αυτό άλλαξε τον κανόνα του παιχνιδιού (pun intended), προκαλώντας ένα ασταμάτητο κυνήγι του «άγνωστου αριστουργήματος» και μια ριζική αναθεώρηση του κανόνα. Μην μας παρεξηγήσετε, υγιές το βρίσκουμε, η σχέση μας με το μέσο και την ιστορία του (ευτυχώς) παραμένει δυναμική.

 

Ωστόσο, κάποιες «απαραίτητες» ταινίες, που μέχρι τότε αποτελούσαν το όρος Έβερεστ της 7Ης τέχνης, έμειναν απάτητες κορυφές για νεότερες γενιές σινεφίλ. Ανάμεσά τους και ο Κανόνας του Παιχνιδιού. Το φιλμ του Ζαν Ρενουάρ, βέβαια, είχε και στο παρελθόν αντίστοιχα σκαμπανεβάσματα. Οι εχθρικές κριτικές όταν κυκλοφόρησε και οι κατηγορίες περί κακής επιρροής στη νεολαία έφεραν την αποτυχία, βύθισαν τον Ρενουάρ στη θλίψη και τον οδήγησαν στην καλλιτεχνική μετανάστευση. Η πλήρης κριτική αναθεώρηση της ταινίας θα ερχόταν δυο δεκαετίες μετά.

 

Μπορεί μια καρτέλα στην εισαγωγή να ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται για κωμωδία ηθών και ότι οι χαρακτήρες είναι φανταστικοί, μα στην πραγματικότητα η ταινία είναι ακριβώς αυτό, ανάμεσα σε πολλά άλλα, και οι χαρακτήρες φέρουν κάτι σαρδόνια οικείο. Η θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στην κωμωδία και στην τραγωδία, συχνά μέσα στο ίδιο πλάνο, η τοποθέτηση της δράσης στην αυγή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η κοινωνική αποσύνθεση και η αίσθηση μιας επικείμενης καταστροφής καθιστούν την ταινία (εκ νέου) αναγκαία προβολή, σε καιρούς που οι διεθνείς ισορροπίες φαντάζουν τόσο εύθραυστες.