Η κινηματογραφική βιογραφία της Γουίτνι Χιούστον, χρονικά εκτεταμένη και ολοκληρωτική στο τόξο της γεμάτης δραματικές μεταπτώσεις καριέρας καθώς και στις λεπτομέρειες της προσωπικής της ζωής, ξεκινά και τελειώνει με το απόγειό της, μια δεκάλεπτη εμφάνιση που επιβεβαίωσε πως ήταν και παραμένει η Φωνή, η εντυπωσιακότερη ποπ τραγουδίστρια, όχι μόνο της γενιάς της, αλλά ίσως όλων των εποχών. Η χρονιά ήταν το 1994 και η περίσταση τα American Μusic Awards, σε μια βραδιά στην οποία απέσπασε 8 διακρίσεις, ισοφαρίζοντας το ρεκόρ του Μάικλ Τζάκσον. Μαζί με τον σταθερό μουσικό ενορχηστρωτή της, είχε επιλέξει να πει στη σειρά ένα ποτ πουρί τριών εξαιρετικά δύσκολων τεχνικά τραγουδιών, ξεκινώντας με το κλασικό «I Loves you Porgy» από την όπερα του Γκέρσουιν, περνώντας στην επιτυχία της «I Have Nothing», και κλείνοντας με το «And I’m Telling you» από το μιούζικαλ «Dreamgirls». Οι απαιτήσεις για κάθε ένα από τα εμβληματικά και σημαντικά σε νόημα τραγούδια είναι υψηλότατες, πόσο μάλλον να αποδοθούν στη μορφή του απνευστί medley, με μεταβάσεις σε διαφορετικούς τόνους και ακροβατικές κορυφώσεις που θα υπέβαλαν σε αγχογόνα δοκιμασία τους κορυφαίους πρωταθλητές, σε έναν καλλιτεχνικό τομέα που εκτός από την αγωνιστική αντοχή συμπεριλαμβάνει σκηνική παρουσία και στενή επαφή με το κοινό. Όλα λειτουργούσαν σωστά τότε: η Χιούστον είχε σπάσει όλα τα ρεκόρ με τα συνεχόμενα νούμερο ένα, ξεπερνώντας τους Beatles και τον Elvis, είχε τραγουδήσει στο ημίχρονο του Super Bowl τον αμερικανικό Εθνικό Ύμνο, φορώντας τη φόρμα της και μαγεύοντας εκατομμύρια κόσμου με το μέλισμα και την απογειωτική ακρίβειά της, είχε πρωταγωνιστήσει σε ένα τεράστιο κινηματογραφικό hit, τον «Σωματοφύλακα», που της χάρισε, όχι ακριβώς κριτικούς επαίνους, αλλά ένα πολυπόθητο crossover και την υπογραφή της καριέρας της, το «I will Always Love you», και είχε παντρευτεί τον άνδρα που θα της έδινε το διαβατήριο που έλειπε από την περίοδο του ξέφρενου ντεμπούτου της, δηλαδή την αναγνώριση από τη μαύρη κοινότητα, που μέχρι τότε την τρόλαρε (Oreo τη φώναζαν) ως πολύ λευκή για τα γούστα της R&B κοινότητας, παραλείποντας μάλιστα το n από το όνομά της (Whitey). Ο Μπόμπι Μπράουν, κρατώντας αγκαλιά τη μονάκριβη κόρη τους, Κριστίνα, ήταν στο κοινό όρθιος, μια σειρά μπροστά από τη μητέρα Σίσι Χιούστον, πρωθιέρεια της gospel, αν και όχι «αρκετή» για να γίνει brand, όπως επιθυμούσε ο επιτήδειος μάνατζερ πατέρας της Τζον, και φυσικά ο μέντορας της περσόνας Γουίτνι, ο uber-παραγωγός Κλάιβ Ντέιβις, ο άνθρωπος που επιμελήθηκε την ταινία, κι ένας από τους τελευταίους που την είδαν ζωντανή, λίγα εικοσιτετράωρα πριν από τον θάνατό της στην μπανιέρα του δωματίου της στο Beverly Hilton του Λος Άντζελες. 

Είναι μια αληθινή σκηνή που η ταινία αναγάγει σε ονειρική, σαν ιδεατή χρονική κάψουλα  στην οποία όλες οι Φωνές οφείλουν να αναμετρώνται, και ανάμεσα σ’ αυτές, η ίδια η Χιούστον. Από εκεί και πέρα, ξεκίνησαν τα προβλήματα που υπέβοσκαν επί χρόνια. Ο εθισμός στα ναρκωτικά, που ήρθε στη ζωή της πριν γνωρίσει τον Μπράουν, και έμελλε να θαμπώσει σταδιακά το μέταλλο και τη δύναμη της φωνής της, μέχρι το απόλυτο φιάσκο των, καταγεγραμμένων σε κινητό, τελευταίων συναυλιών της: η κακοποιητική σχέση με τον σύζυγό της, που τον γούσταρε αλλά ήταν σαφές πως δεν της έκανε καλό μακροπρόθεσμα. Ο ανομολόγητος, τουλάχιστον δημόσια, δεσμός της με τον πρώτο της έρωτα, τη Ρόμπιν Κρόφορντ, μια γυναίκα που την κράτησε στη ζωή της ως εκ δεξιών σύμβουλο, αλλά αναγκάστηκε να την παραμερίσει σε προσωπικό επίπεδο, γιατί έκρινε πως η εποχή και το περιβάλλον δεν την σήκωνε, δεν ταίριαζε με το όνειρο της ποπ πριγκίπισσας. Η αποδοκιμασία της αυθάδειας που έφερε η ατίθαση «Nippy» από τους γονείς της, και το έντονα θρησκευτικό background στο οποίο ανατράφηκε, ήταν μια σύγκρουση που τη φρέναρε ακόμη κι όταν έβλεπε ξεκάθαρα τον πατέρα της να την εκμεταλλεύεται, αλλά δεν μπορούσε να τον εξορίσει από την αυτοκρατορία που έστησε η οικογένεια. Το «I Wanna Dance with Somebody» περιγράφει ένα ντροπαλό κορίτσι με έμφυτο χάρισμα που έμαθε από τη μητέρα του να κεντράρει τις ερμηνείες της και να τις νιώθει, να αφηγείται ιστορίες μέσω των τραγουδιών που επέλεγε από ένστικτο (διότι δεν είχε μουσικές γνώσεις) και να φλεξάρει τη φωνή της όσο περισσότερο μπορούσε, σαν να θέλει να αγκαλιάσει τον ουρανό με μεγαλοσύνη και γενναιοδωρία. Σε πρώτο επίπεδο, η ταινία δεν κρύβει τίποτε, και προσπαθεί να ξύσει την επιφάνεια των προβλημάτων που την οδήγησαν στη ραγδαία πτώση, τσεκάροντας πολλά κουτιά από τις συνδυαστικές πληροφορίες που είναι γνωστές με μια πρόχειρη ματιά στη Wikipedia και από μερικές μαρτυρίες. Στο κλασικό ερώτημα της ομοιότητας της πρωταγωνίστριας με την αληθινή σταρ, το αποτέλεσμα είναι άνισο: η Βρετανή Νεϊόμι Άκι πιάνει την αντίφαση της τραχιάς Χιούστον, με τα απωθημένα και την απότομη συμπεριφορά όταν η κατάσταση δεν της πήγαινε, με τη γλυκιά αύρα της αγαπησιάρας Γουίτνι, που πέρναγε στο κοινό πέρα από το χρώμα και το στυλ της μουσικής, σαν να είχε συνείδηση πως στο τέλος θα τα καταφέρει. Αλλά δεν της μοιάζει, και ευτυχώς δεν ακούγεται η ίδια στα τραγούδια − η μουσική βοηθάει πολύ στη ροή, διευκολύνει τη γενικευτική σύλληψη της βιογραφίας και τη συχνή αμηχανία στην παράθεση των αφηγηματικών κεφαλαίων. 

Η σκηνοθέτις Κέισι Λέμονς (που μετά το εξαιρετικό της ντεμπούτο στο «Eve’s Bayou» με τον Σάμιουελ Τζάκσον δεν έχει υπογράψει κάτι ιδιαίτερο) αφήνει το νήμα στον Ντέιβις, τον μόνο χαρακτήρα που αναδίδει τέλειο ουμανισμό και ισορροπημένη ενσυναίσθηση (τον υποδύεται πειστικά ο Στάνλεϊ Τούτσι), γι’ αυτό και η ταινία εστιάζει περισσότερο στα καλλιτεχνικά επιτεύγματα και τη δυσκολία της δημιουργίας της ίδιας της μουσικής, παρά στο πιπεράτο παρασκήνιο − άλλωστε ο Άντονι Μακάρτεν που έγραψε το σενάριο έχει ειδικευθεί στο θέμα και το έδειξε στο «Bohemian Rhapsody». Η μοναδική στιγμή που φανερώνει τον αόρατο δαίμονα που κατέτρωγε τη Γουίτνι Χιούστον, πέρα από τους προφανείς πειρασμούς και τις συγγενικές πιέσεις, είναι η, μάλλον φανταστική, συνάντησή της με έναν μπάρμαν, φαν της από παλιά, που της εξομολογείται ειλικρινώς πόσο τη θαύμασε στην καλύτερή της στιγμή στη σκηνή και πόσο αναμένει να είναι εξίσου σπουδαία όπου κι αν τραγουδήσει. Η αναμέτρηση με τη μαγεία που εξατμίζεται γρήγορα αλλά αφήνει ένα άπιαστο αποτύπωμα συνεχούς σύγκρισης ίσως και να ήταν το ψυχικό δηλητήριο για μια τραγουδίστρια που τα είχε όλα, αν και όχι the greatest love of all.