Με την έκτη του ταινία, ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο πιστοποιεί την ανάγκη του να εκφραστεί διαφορετικά, να υπηρετήσει το σινεμά με τα είδη και τις άπειρες δυνατότητές του, να μιλήσει για την ηθική και το Κακό, να επισκεφθεί την Ιστορία, να ψάξει στην ψυχή των ανθρώπων, να στραμπουλήξει παραμύθια που δεν καταλήγουν αισίως. Ο Λαβύρινθος του Πάνα μοιάζει αρκετά στην υπόθεση και τη σύλληψη με την προηγούμενη ισπανόφωνη ταινία του, το Devil’s Backbone. Είναι όμως μακράν η καλύτερή του, σε όλα τα επίπεδα. Πρόκειται για μια εξαιρετικά πολύπλοκη, δουλεμένη στην εντέλεια ιστορία, με βάση μια παραλλαγή της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Η νεαρή πρωταγωνίστρια ζει κι αυτή σε ένα δάσος και πολεμάει τη μοναξιά της σε ένα παράλληλο σύμπαν που ξεκινάει από μια καταπακτή του δωματίου της, και πορεύεται σε έναν κόσμο εφιαλτικό, γεμάτο σύμβολα και μυστηριώδη πλάσματα. Στην προσπάθειά της να φτάσει στο τέρμα του λαβυρίνθου στον οποίο φύλακας είναι ένας φαύνος (ο Πάνας, με απειλητικά χαρακτηριστικά, θεματοφύλακας του καθαρτηρίου των ψυχών), βασικό εμπόδιο είναι ένα τέρας με τα μάτια του κολλημένα στις παλάμες των δύο χεριών του. Η 10χρονη Οφηλία, την οποία υποδύεται συγκινητικότατα η 11χρονη Μπακέρο, μπαίνει και βγαίνει στο μυστικό της μονοπάτι, επιστρέφοντας στην πικρή πραγματικότητα. Αδυνατεί να επέμβει στη ζωή της μητέρας της, η οποία έχει συμβιβαστεί με τις διαθέσεις του δεύτερου συζύγου της για να επιβιώσει και να συντηρήσει την κόρη της. Η σύζυγος Κάρμεν υπάρχει ως διακοσμητικό στοιχείο στο αυστηρό πρόγραμμα του λοχαγού Βιντάλ, αλλά και ως σκεύος που θα φέρει στο φως το γιο που ο στυγνός αυτός στρατιωτικός ονειρεύεται πως θα τον διαδεχθεί. Ο Βιντάλ έχει ως αποστολή να ξεπαστρέψει την περιοχή από τους αντάρτες που παρεπιδημούν στα γύρω χωριά, αλλά και να εντοπίσει και να εξαρθρώσει τους αντιστασιακούς που τυχόν φωλιάζουν στη μικρή κοινότητα όπου καταλύει η οικογένεια και οι άντρες του λόχου του. Η μοναδική του ευχαρίστηση έρχεται από την άσκηση παντός είδους βίας, και η Οφηλία –συναισθηματικά εγκαταλελειμμένη από την άβουλη μάνα της– αναπτύσσει το σύνδρομο του μοναχικού αμνού που καλείται σε αυτοσχέδια θυσία. Η διαδρομή της αποκτά μια θριλερική ένταση, και μεγιστοποιείται όσο η αντίδραση στο φρανκικό καθεστώς φουντώνει. Η ονειροφαντασία της αποκτά ρεαλιστικές διαστάσεις και νοτίζει την υπόθεση. Όλο αυτό το διάστημα, ο Ντελ Τόρο κινεί με μαεστρία τους μηχανισμούς για να ενεργοποιήσει τα σύμβολα και να τα τοποθετήσει σε έναν πιο απτό χωρόχρονο. Η Αλίκη, ως παραμύθι, παραείναι «ψυχοτροπική» για να αποδοθεί με εικόνες. Ο Ντελ Τόρο βασίζεται στα υλικά του μαγικού ρεαλισμού, και οδηγεί τη δική του μικρή Οφηλία –την πριγκήπισσα του φωτός– σε έναν κόσμο σκοταδισμού, σε ένα στραβό μονοπάτι όπου συναντά λίθους και σημεία του προχριστιανικού κόσμου, και μεθάει με τους δαιδάλους της ψυχολογίας του 20ού αιώνα. Μη μπορώντας να εξηγήσει το μέγεθος του κακού που φέρει ο Βιντάλ και την αλλοτρίωση της μητέρας της –αλλά και το τι ακριβώς εκπροσωπεί το καθεστώς του Φράνκο, πέρα από την πιθανή απώλεια των δικών της ανθρώπων–, εγγράφει στο υποσυνείδητό της τη λύτρωση ως προσωπικό γολγοθά, και ενοχικά διαβαίνει το δρόμο του φαντασιακού εφιάλτη για να σκοτώσει τους δαίμονες. Ο τελικός προορισμός είναι ο αρχετυπικός βωμός της αθωότητας: πέτρινος, άνυδρος, σκοτεινός, ομιχλώδης – ο γόρδιος δεσμός της πολιτικής απλοποιημένος από ένα παιδί που κουβαλάει τις αμαρτίες των υπολοίπων.
Η πείρα του Ντελ Τόρο στο αμερικανικό σινεμά τον διευκολύνει στην αφήγηση της καθαρά ρεαλιστικής ιστορίας, της περιπέτειας σε μικρή κλίμακα ενός έθνους να κατανοήσει και να καταπολεμήσει μια τυραννία που το απειλεί. Αντί να καταφύγει στην ευκολία των θρησκευτικο-καθολικών καταβολών, προτιμά τη ραχοκοκαλιά της αξιοπρέπειας σε πανανθρώπινο επίπεδο. Πλήρως απενοχοποιημένος ως προς το τι είναι εμπορικό και τι καλλιτεχνικό σινεμά, χρησιμοποιεί μια πληθώρα ειδικών εφέ για να πετύχει το μάξιμουμ στην αποτελεσματικότητα της εικόνας. Πράγματι αριστεύει, γιατί εντυπωσιάζει και συγκινεί ταυτόχρονα. Μπορούμε πλέον να μιλάμε για ένα είδος σινεμά με την ευδιάκριτη στάμπα του Μεξικανού σκηνοθέτη. Μαζί με τον Ινιάριτου και τον Κουαρόν, μας κάνει να πιστεύουμε πως η ταξινομημένη νουβέλ βαγκ της Κεντρικής Αμερικής δεν είναι αυθαίρετη επινόηση των δημοσιογράφων. Ο Ντελ Τόρο δεν είναι βεβαίως χθεσινός. Ανέκαθεν πετούσε τα δίχτυα του στα νερά της φαντασίας, με τολμηρά και ενδιαφέροντα αποτελέσματα – ακόμη και στο αποτυχημένο Mimic, που ο ίδιος έχει αποκηρύξει. Φτιάχνει έναν θερμό κινηματογράφο, σύνθετες ιστορίες, βασανισμένους χαρακτήρες, καταπληκτικές ερμηνείες (πρέπει να δείτε τον Λοπέζ), εναλλαγή σκότους και ελπίδας και, προπάντων, πίστη. Η ταινία αυτή προβλήθηκε την τελευταία ημέρα στο φεστιβάλ των Καννών και πέρασε αδίκως ντούκου. Δικαιώνεται τώρα, με δοξαστικό θόρυβο γύρω απ’ αυτήν και 6 υποψηφιότητες για Όσκαρ – καλύτερης ξένης ταινίας, σκηνικών, μακιγιάζ, φωτογραφίας, μουσικής και σεναρίου για τον ίδιο τον δημιουργό, που θα άξιζε να δει τον Λαβύρινθο του Πάνα και στην κατηγορία της καλύτερης ταινίας (αντί του Little Miss Sunshine) και σκηνοθεσίας (αντί του Στίβεν Φρίαρς, ίσως). Τρομερό σινεμά.
enjoy ed
Ξεχωριστή μνεία στο soundtrack της ταινίας χρειάζεται να γίνει!
Αναφορά
| Μόνιμος σύνδεσμος |
- Facebook
- Twitter
- E-mail
2