Ο επίμονος κηπουρός του γαλλικού σινεμά, ο Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, επιστρέφει με μία από τις καλύτερες ταινίες του, γυρισμένη στον τόπο καταγωγής του, στους όρμους και στις σπηλιές του Μεζάν, μια ανάσα μακριά από τη Μασσαλία.

 

Υπέρμαχος των βασικών ανθρώπινων αξιών, εκφράζεται μέσα από το πνεύμα και το setting του Βυσσινόκηπου του Τσέχοφ, επανενώνοντας τρία μεσήλικα αδέλφια, όταν ο γηραιός πατέρας τους αρρωσταίνει, στο παραθαλάσσιο σπίτι όπου μεγάλωσαν.

 

Η σύνδεση με τον ομφάλιο λώρο δεν είναι απλή υπόθεση: οι αποστάσεις τους μεγάλωσαν και το ξεχορτάριασμα είναι επώδυνο.

 

Σε ένα ονειρώδες περιβάλλον, στενό σε κλίμακα άρα ιδανικό για παιδιά που μεγαλώνουν, ο Γκεντιγκιάν αγκαλιάζει με ανοιχτοσύνη σκληρές καρδιές οχυρωμένες σε διαφορετικά μονοπάτια ζωής που ανακτούν την οργανική τους συνωμοτικότητα.

 

Υιοθετεί τους χαλαρούς χειμερινούς ρυθμούς μιας χειροποίητης λουτρόπολης, τοποθετεί τα σωστά σύμβολα (το τρένο που σκεπάζει με τον θόρυβό του τη σιγαλιά μιας ξεχασμένης πολιτείας, τη θάλασσα που προσκαλεί τη μνήμη) και ανοίγει ένα καινούργιο παράθυρο, όταν τρία προσφυγόπουλα δοκιμάζουν την ανθρωπιά και την ιδεολογία των κουρασμένων πρωταγωνιστών.

 

Αν και η μούσα του Γκεντιγκιάν, η Αριάν Ασκαρίντ, δεν είναι η πιο εύστοχη επιλογή για τον ρόλο της ηθοποιού που έχει χάσει την κόρη της, το σύνολο των πεπειραμένων ηθοποιών υπηρετεί θαυμάσια την ιδέα της.