Βλέποντας το «Σεμπάστιαν» της Nova Melancholia
Τι κοινό έχουν ο Μπίλυ Μπο με τον Μπρους Τσάτουιν; Ο Αλέξανδρος Ιόλας με τον Φρέντι Μέρκιουρι και ο Αλέξης Μπίστικας με τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ;
Τι κοινό έχουν ο Μπίλυ Μπο με τον Μπρους Τσάτουιν; Ο Αλέξανδρος Ιόλας με τον Φρέντι Μέρκιουρι και ο Αλέξης Μπίστικας με τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ; Η απάντηση είναι προφανής και θλιβερή: υπήρξαν όλοι τους θύματα της «πανούκλας των γκέι», όπως αποκαλούσαν μια εποχή το AIDS. Κι αυτή η διαπίστωση, ως μια κακή ρετρό ανάμνηση, ένα πικρό homage σε μια εποχή η οποία ευτυχώς ανήκει στο παρελθόν, αποτελεί ένα από τα σημεία κορύφωσης της παράστασης-περφόρμανς της εικαστικής-θεατρικής ομάδας Nova Melancholia με τον τίτλο «Σεμπάστιαν». Πρόκειται για μια σύνθεση όπου η εικαστική ματιά μπλέκει με τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη μουσική, το χορό, την άθληση και εν τέλει με μια άκρατη νοσταλγία για σκοτεινές εποχές – για όσους τις ζήσαμε, όσους στα μακρινά '80s βρίσκαμε καταφύγιο στην τέχνη και στη λογοτεχνία αλλά και στις σκοτεινές αίθουσες, στη μαγεία των εικόνων και στη γοητεία των σταρ, γυναικών και αντρών εξίσου.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης επανέρχονταν αποσπάσματα από το φετιχιστικό και υστερικό ασπρόμαυρο αριστούργημα του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς «Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι», εμπνευσμένο από το ομότιτλο θεατρικό έργο του Τένεσι Ουίλιαμς (του οποίου ο κεντρικός ήρωας λέγεται Σεμπάστιαν και έχει την κατάληξη του Αγίου Σεβαστιανού), με την Κάθριν Χέπμπορν, τη Λιζ Τέιλορ και τον Μοντγκόμερι Κλιφτ – τις φωνές των τριών μυθικών σταρ ντούμπλαραν οι ηθοποιοί της παράστασης.
Memorabilia μιας εποχής που το παιχνίδι του ερωτισμού ήταν υπόγειο, ένοχο και υπαινικτικό μέσα από βλέμματα που ενίοτε οδηγούσαν και σε μοιραίες συναντήσεις με οδυνηρό τέλος.
Βρέθηκα στην πρεμιέρα του «Σεμπάστιαν» στο ΠΛΥΦΑ. Μπαίνοντας, είδα έναν απλωμένο σκηνικό χώρο, διάσπαρτο από αντικείμενα και στοιχεία που αργότερα θα έπαιζαν τον ρόλο τους: τρία αγόρια και δύο κορίτσια περιφέρονταν ντυμένα με κοστούμια τα οποία χαρακτηρίζονταν από δημιουργική ασάφεια, καθώς δεν υπηρετούσαν κανένα στερεότυπο. Όταν προσήλθε και ο τελευταίος, αργοπορημένος θεατής, η παράσταση ξεκίνησε, με τη «δράση» να εκτυλίσσεται γύρω από ένα μικρόφωνο. Στίχοι, φράσεις, λέξεις σημαντικών ποιητών από τον Βερλέν μέχρι τον Κοκτό, από τον Γκίνσμπεργκ μέχρι τον Μισίμα, και από τον Παζολίνι, τον Κολτές, τον Ασλάνογλου και τον Χριστιανόπουλο μέχρι τον Αγγελάκη, συχνά σε συσχετισμό με τον Άγιο Σεβαστιανό αλλά και με θραύσματα από τον «Ευαγγελισμό» του Αλέξη Μπίστικα ή λόγια του Ζακ Κωστόπουλου, στα γαλλικά, στα αγγλικά, στα ιταλικά, στα γερμανικά, στα ελληνικά. Οι πέντε ερμηνευτές κινούνταν με απόλυτη ελευθερία σε επίπεδο ύφους και τρόπων, ωστόσο οι απαγγελίες τους απέπνεαν σεβασμό, αποτίοντας φόρο τιμής σε ανθρώπους που κάποτε μαρτύρησαν γι' αυτό που ήταν και εξέφραζαν.
Πού βρισκόμαστε; Πρόκειται για ένα συλλογικό αναλόγιο ανάγνωσης ποίησης; Αυτό αναρωτιόμουν όσο περνούσε η ώρα, ένα κάπως κουραστικό διάστημα, μέχρι να αποκαλυφθεί το πού οδηγούσε αυτή η ας την πούμε εισαγωγή, μια προθέρμανση σχεδόν, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αθλητικούς όρους. Και γιατί όχι, αφού πρόκειται για μια παράσταση η οποία τιμά τη μνήμη του Αγίου Σεβαστιανού, που θεωρείται «προστάτης άγιος των αθλητών». Για λόγους για τους οποίους ίσως δεν υπάρχει σαφής εξήγηση, συνδέεται απολύτως με τον ομοερωτισμό.
Πιθανόν λόγω της ταύτισής του με τον Απόλλωνα ή λόγω των μαρτυρίων που υπέστη όταν καταδικάστηκε από τον Διοκλητιανό να εκτελεστεί με βέλη για την προσχώρησή του στον χριστιανισμό – κάποιοι το ερμηνεύουν ως μια κατά βάθος φαλλική απόλαυση. Όλοι οι σημαντικοί καλλιτέχνες από την πρώιμη Αναγέννηση μέχρι σήμερα έχουν ζωγραφίσει έναν Σεβαστιανό δεμένο σε δέντρο και τρυπημένο από βέλη. Έχει αναπαρασταθεί φωτογραφικά από τον Ιάπωνα συγγραφέα Γιούκιο Μισίμα, με τον ίδιο στον ρόλο του αγίου, έχει γίνει ταινία από τον Ντέρεκ Τζάρμαν, έχει εμπνεύσει σπουδαίους λογοτέχνες.
Οι δημιουργοί της ομάδας με την queer αισθητική Nova Melancholia, Βασίλης Νούλας και Κώστας Τζημούλης, εικαστικοί και σκηνοθέτες, επιστράτευσαν κάθε εικόνα, ήχο και στοιχείο που οι ίδιοι έχουν συνδέσει μέσα στα χρόνια με την ιστορία του αγίου-θρύλου του καθολικισμού αλλά και της ορθοδοξίας, και συνέθεσαν μια παράσταση όπου η queer μυθολογία συναντάει αιώνια αδιέξοδα μέσα από το εφιαλτικό παρελθόν, όπως το έζησαν όλες οι προηγούμενες γενιές γκέι αντρών.
Οι ηθοποιοί τρέχουν, χορεύουν, εκτελούν γυμναστικές ασκήσεις, τραγουδούν. Παίζουν και χαίρονται σαν παιδιά, μόνο που τα παιχνίδια τους είναι η σεξουαλικότητα και οι ρόλοι των κοινωνικών προτύπων (εναλλαγές ρούχων και χρήση μακιγιάζ), η λογοτεχνία και η μουσική (ακούγονται τραγούδια της Μαντόνα, των Queen, της Λένας Πλάτωνος, του Κωνσταντίνου Β.), το σινεμά (προβάλλονται αποσπάσματα από ταινίες των Ζενέ, Παρατζάνοφ, Γουόρχολ, Τζάρμαν, Γουότερς κ.ά), η μεγάλη ζωγραφική. Κάποια στιγμή απλώνουν στο δάπεδο υπερμεγέθη μπάνερ με απεικονίσεις του Αγίου Σεβαστιανού από κορυφαίους αναγεννησιακούς ζωγράφους όπως ο Μαντένια, ο Μποτιτσέλι, με τα βέλη να τρυπούν το καλλίγραμμο κορμί του. Όλη η queer μυθολογία, προτού η ορατότητα αποκαταστήσει μια ζωή κοινωνικά πιο αποδεκτή και νομιμοποιημένη.
Memorabilia μιας εποχής που το παιχνίδι του ερωτισμού ήταν υπόγειο, ένοχο και υπαινικτικό μέσα από βλέμματα που ενίοτε οδηγούσαν και σε μοιραίες συναντήσεις με οδυνηρό τέλος. Σαν ένα καλλιτεχνικό μανιφέστο που το μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού επανερμηνεύει, ίσως σε μια όχι και τόσο αισιόδοξη αφήγηση, μια παλιά ιστορία για κάθε αποσυνάγωγο, για κάθε άντρα που λάτρεψε το σφρίγος και την ομορφιά ενός άλλου άντρα. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από την ταινία «Mishima: A life in four chapters» του Πολ Σρέιντερ, στο οποίο ο έφηβος Μισίμα ανακαλύπτει έκθαμβος τον Άγιο Σεβαστιανό του Γκουίντο Ρένι που βλέπει σε ένα βιβλίο το οποίο του έφεραν από την Ευρώπη και συνειδητοποιεί την ομοφυλοφιλία του – το ομολογεί στο αυτοβιογραφικό του έργο «Εξομολογήσεις μιας μάσκας». Ο άγιος, που κατά τον Μεσαίωνα θεωρούνταν ότι μπορούσε να γιατρέψει όποιον είχε μολυνθεί από την πανούκλα, στο τέλος του 20ού αιώνα συμβολοποιήθηκε από τους γκέι, ενώ αποδεκατίζονταν από έναν ιό που στιγμάτιζε όποιον νοσούσε και εξαιτίας του πέθαινε μέσα στη χλεύη, τον ρατσισμό, την περιφρόνηση του κόσμου, την απόρριψη της οικογένειάς του.
Θα έλεγα ότι η σκηνή ενός άτυπου προσκλητηρίου νεκρών στην παράσταση, όπου ξεδιπλώνεται μια μακροσκελής λίστα ονομάτων διεθνών και Ελλήνων διασημοτήτων, κυρίως καλλιτεχνών, που έχασαν τη ζωή τους από επιπλοκές του AIDS, είναι από τις πιο συγκινητικές στιγμές. Έτσι κι αλλιώς, ένα πέπλο θλίψης απλώνεται σταδιακά, ένα στένεμα του χρόνου που απομένει, μια αμφισβήτηση για το κατά πόσο η ζωή της παλιότερης γενιάς ΛΟΑΤΚΙ+ άξιζε τόσες θυσίες, κατά πόσο κερδήθηκε το στοίχημα από τη σύγχρονη γενιά, όταν κάθε τόσο ένας νέος Άγιος Σεβαστιανός, ένας Σεμπάστιαν, όπως στο θεατρικό του Τένεσι Ουίλιαμς, έρχεται να επιβεβαιώσει την απαισιόδοξη πλευρά της ζωής, τη διαπίστωση της απογοητευτικής μοίρας ανθρώπων που διεκδικούν τη χαρά της ζωής.
Μια ζωή πολύχρωμη και απενοχοποιημένου κιτς, όπως τα κοστούμια της παράστασης, γεμάτη μελωδίες, χαρά, ζωντάνια, εκρήξεις γέλιου, ρεσιτάλ βιτριολικού χιούμορ και αυτοσαρκασμού. Το ερώτημα που προκύπτει είναι τι μένει από αυτή την τόσο ευφάνταστη και συγκινητική παράσταση. Μήπως ότι εν τέλει η μοίρα των γκέι πάντα θα θυμίζει αυτή του Αγίου Σεβαστιανού; Μπορεί ο καθένας να είναι ένας Σεμπάστιαν;
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Σεμπάστιαν» της Nova Melancholia εδώ.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0