Τα επτά σώματα των χορευτών που στέκουν στη σκηνή εκτελούν την ίδια χορογραφία. Κανένα δεν μοιάζει με το άλλο, η ίδια η κίνηση αποκτά προσωπικό χαρακτήρα και είναι το διαφορετικό σώμα που ορίζει ακόμα και την ανεπαίσθητη διαφοροποίησή του.
Λίγες ημέρες μέρες έμειναν μέχρι την πρεμιέρα του «Οίκου της Ταραχής», μιας παράστασης που χορογραφεί η Πατρίσια Απέργη με την ομάδα Αερίτες, θα ανέβει από τις 4 έως τις 7 Μαΐου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Η πρόβα μοιάζει με ένα πάρτι που χρησιμοποιεί τις «εκρήξεις» της εποχής για να μας αποκαλύψει ότι μπορούμε να περάσουμε καλά, ακόμη και αν έχουμε δυσαρμονίες ή διαφωνίες.
Έξι χρόνια μετά το «Cementary» που παρουσίασε στον ίδιο χώρο, μας μεταφέρει στην ατμόσφαιρα ενός προστατευμένου περιβάλλοντος με τοίχους από ασημένια μπαλόνια, ένα υλικό λαμπερό και εύθραυστο που από μακριά μοιάζει συμπαγές και ανθεκτικό. Ο κόσμος που έχει χτίσει μοιάζει με ουτοπία. Δεν έχει σχέση με το άπιαστο, το μακρινό, αλλά με τον τόπο όπου ποθούμε να κατοικούμε και να βρισκόμαστε. Πρόκειται για ένα περιβάλλον ευαίσθητο και εύθραυστο, αλλά προστατευτικό, που μπορεί να μας κάνει να αισθανθούμε καλά.
«Το έργο μιλάει για όλα εκείνα τα σώματα που είναι διαφορετικά, τα πρόσωπα που μπορεί να αυτοπροσδιορίζονται με τον τρόπο που έχουν επιλέξει. Δεν μιλά για τις έμφυλες ταυτότητες, τις φυλές, τη σωματικότητα. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να μιλήσουμε για τη διαφορετικότητα και τη μοναδικότητα».
Ο Οίκος της Ταραχής, ως τίτλος, εμπεριέχει την αντίφαση. Όλοι θέλουμε να σκεφτόμαστε τον οίκο, το σπίτι, την οικογένεια ως ένα καταφύγιο, ένα μέρος όπου μπορούμε να νιώθουμε ασφαλείς, αποδεκτοί και να εισπράττουμε αγάπη σε επίπεδο ουσιαστικό. Ταυτόχρονα, αυτό το ίδιο σπίτι, αυτός ο οίκος, μπορεί να επιφυλάσσει ταραχές, τριγμούς, όπως ακριβώς και η εποχή που ζούμε, μια εποχή αναβρασμού και ταραχής.
Στη διάρκεια της έρευνας για τον «Οίκο της Ταραχής», η Πατρίσια Απέργη ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι με την υποστήριξη της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, πραγματοποιώντας residencies με σκοπό να συνομιλήσει με τους πρωτοπόρους του krump και του voguing και να κατανοήσει από κοντά το κινησιολογικό τους λεξιλόγιο. Τον Δεκέμβριο του 2022 επισκέφθηκε τη Νέα Υόρκη, την πόλη όπου θριαμβεύει το voguing μέσα από την παράδοση των ballrooms στο Χάρλεμ. Λίγο αργότερα, τον Ιανουάριο του 2023, πήγε στο Παρίσι, που αυτήν τη στιγμή αποτελεί την ευρωπαϊκή έδρα εξέλιξης της street dance κουλτούρας, αφομοιώνοντας νέες κινητικές φόρμες και αισθητικές. To «εκπαιδευτικό» τουρ της Απέργη την έφερε σε νεοϋορκέζικα και παριζιάνικα ballrooms, kiki balls, battles και krump sessions, χώρους όπου αναδύονται νέοι τρόποι έκφρασης και οριοθέτησης μιας σύγχρονης ταυτότητας.
Χρησιμοποιεί τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι κουλτούρες που ερεύνησε φέρνουν σε πρώτο πλάνο, εκτός από την κίνηση, και την ιδέα της δημιουργίας μιας οικογένειας στην οποία καταφεύγουν όσοι έχουν εκδιωχθεί από τη φυσική τους. Μέσω του voguing και του krumping μπορούν να βρουν μια άλλη που θα τους δώσει αγάπη, υποστήριξη, αποδοχή. Αυτά τα είδη γεννήθηκαν όταν η Πατρίσια Απέργη πήγαινε ακόμα σχολείο, στα ’90s ‒ τότε τα γνώρισε πρώτη φορά και τη γοήτευσαν. Σήμερα εμφανίζονται ξανά, πιο γνωστά και πιο δημοφιλή, κι εκείνη είχε τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με εκπροσώπους τους, πρωτοπόρους καλλιτέχνες.
«Η πρόθεση της παράστασης δεν είναι να δούμε απλώς αυτά τα κινητικά είδη. Εδώ έχουμε μια μετουσίωση των ιστοριών τους μέσα από τον κινητικό κώδικα και τις αλήθειες μια χορευτικής ομάδας που φέρνει με τη σειρά της τη δική της αλήθεια πάνω στη σκηνή, σε αυτά που θέλουν να πουν οι χορευτές», λέει.
«Το έργο μιλάει για όλα εκείνα τα σώματα που είναι διαφορετικά, τα πρόσωπα που μπορεί να αυτοπροσδιορίζονται με τον τρόπο που έχουν επιλέξει. Δεν μιλά για τις έμφυλες ταυτότητες, τις φυλές, τη σωματικότητα. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να μιλήσουμε για τη διαφορετικότητα και τη μοναδικότητα. Κάθε σώμα είναι ξεχωριστό και έχει σχέση με αυτό που μας προτείνουν οι καινούργιες κυρίως γενιές: να αγαπήσουμε το σώμα μας, να το αποδεχθούμε, να μην το πολεμάμε, όπως συνέβαινε τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά να μετουσιώσουμε τη διαφορετικότητά μας σε προσόν».
Τα σώματα που κατοικούν τη σκηνή του Οίκου της Ταραχής είναι περήφανα, έχουν ομορφιά και δύναμη. «Κι ας είναι αλλιώς. Κι ας μη θυμίζουν τον μέσο όρο. Είναι τα σώματα του σήμερα. Αυτά που αποδέχονται τον εαυτό τους όπως είναι, που δεν μάχονται τη φύση, δεν την πολεμούν. Αντίθετα, αγκαλιάζουν τον εαυτό τους, τον σέβονται, τον αποδέχονται. Κι έτσι αποκαλύπτεται η ομορφιά της μοναδικότητάς τους», λέει η Πατρίσια Απέργη.
Με πυρήνα το ανθρώπινο σώμα, η Πατρίσια Απέργη καταφεύγει σε μια παλιά ανάμνηση και εμπνέεται από το τσίρκο, όπως το θυμάται από τα παιδικά της χρόνια, ως τόπο αθωότητας και χαράς. Πολύ μετά την πρώτη αυτή εντύπωση, αν το κοιτάξουμε προσεκτικά, ως ενήλικες, βλέπουμε τη δυστοπία, τη σκοτεινιά και τη λύπη που κρύβει, όπως και την ομάδα των ανθρώπων του, που είναι εκτός κοινωνίας και περιγράφονται με όρους και λέξεις που έχουν εκλείψει πια, ευτυχώς. Το σκεπτικό της Απέργη είναι πως αυτά τα διαφορετικά πρόσωπα και σώματα μπορούν τη διαφορετικότητά τους να την κάνουν σόου, να τη δείξουν άφοβα και περήφανα να την παρουσιάσουν στο κοινό.
Η σημασία όλης αυτής της έκθεσης του ανθρώπινου σώματος παίζει κυρίαρχο ρόλο τόσο στη σχέση δημόσιου - ιδιωτικού όσο και στον τρόπο με τον οποίο θέλουμε να δημοσιοποιούμε στα σόσιαλ μίντια αυτά που μας συμβαίνουν, να τα μετουσιώνουμε, στην ανάγκη που έχουμε για «ακολούθους», επιζητώντας την αποδοχή τους. Η Απέργη μεταφέρει ένα σύνολο προβληματισμών στη σκηνή κάνοντας και ένα εσωτερικό σχόλιο για όλα όσα περνούν οι καλλιτέχνες σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο προκειμένου να γίνουν αποδεκτοί, για την ανάγκη να μοιραστούν τις ιδέες τους με το κοινό, αποζητώντας τη σύνδεσή μαζί του.
Η έννοια της διαφορετικότητας αποκαλύπτεται επί σκηνής χορογραφικά με πιο ανοιχτό τρόπο. «Κάθε σώμα είναι διαφορετικό», βροντοφωνάζει κάθε κίνηση με την παραμικρή της εκδήλωση, κάνοντας τον θεατή να ταυτιστεί με κάτι πολύ πιο απλό, πολύ πιο μικρό, ελάχιστα διαφοροποιημένο, ωστόσο μοναδικό, λιγότερο «κανονικό» από το συνηθισμένο, με κάτι που δεν ανήκει υποχρεωτικά σε ένα είδος.
«Με ενδιαφέρει να θέσουμε τα ερωτήματα», λέει η Πατρίσια Απέργη, «Τι είναι ωραίο; Την ομορφιά την ανακαλύπτουμε στη μορφή, στη φόρμα; Ή την ανακαλύπτουμε σύμφωνα με τις ανάγκες μας, στην επαφή μας με άλλα όντα στο κόσμο που έχουμε χτίσει; Χορογραφικά, αυτό που προσπαθώ, είναι αυτές τις μικρές διαφορετικότητες των επιλογών των δικών μας ή αυτών που μας έχει δώσει η φύση να μπορούμε να τις περνάμε σιγά-σιγά μέσα από την ίδια την κίνηση, το ίδιο το λεξιλόγιο, προκειμένου ο θεατής να μπορεί να ταυτιστεί με αυτό».
Η προσέγγιση της Απέργη δεν συζητά για το άσπρο-μαύρο των μεγάλων διαφοροποιήσεων, χρησιμοποιεί μια άλλη προσέγγιση, ανοιχτή και ποιητική, που αποστρέφεται τις ταμπέλες, εντοπίζει και επικεντρώνει την προσοχή μας στο ανεπαίσθητο, στο πολύ προσωπικό, εν τέλει σε αυτό που κάνει τη μεγάλη διαφορά κάθε προσωπικότητας και την αδιαμφισβήτητη μοναδικότητά της μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικοπολιτικών κραδασμών της τελευταίας δεκαετίας. Το σώμα περνά από τη στρέβλωση και τη φθορά και ορθώνεται, αναμετριέται, συνομιλεί και συντονίζεται τελικά με κάθε θεατή, προσκαλώντας τον σε ένα χορό ύπαρξης, περηφάνιας, αυτονομίας και αποδοχής που ακουμπάει τα όρια της κανονικότητας.