Όταν αγαπάμε έναν άνθρωπο, συνδεόμαστε με μια πλευρά του που γνωρίζουμε, με μια πλευρά του που πρόκειται να μάθουμε και με μία άλλη που δεν θα μάθουμε ποτέ. Όσο εξοικειωνόμαστε μαζί του, αρχίζουμε να αποδεχόμαστε παράλληλα και το μυστήριο που υπάρχει σε αυτόν. Αλλά που οδηγεί; Προσπαθείς απλά να κατανοήσεις την προσωπικότητα του αλλά και αυτή που μπορεί να μην γνωρίζει ή να καταπιέζει ενεργά, η να μην θέλει ν δεις. H συνέχεια δεν σε απελευθερώνει, το μόνο που σου δημιουργεί είνσι η αίσθηση πληρότητας, ψήγματα αυτογνωσίας για εσένα τον ίδιο, τα οποία είναι εφήμερα. Ενάντια στα παραπάνω, μια ιδέα ενός εντελώς κρυμμένου εαυτού για κάποιον, μπορεί να σε κάνει να αγνοείς την ελεύθερη βούληση του χώρια που όταν εστιαζεις υπερβολικά σου αποσπά και την δική σου προσοχή. Είναι πιο σημαντικό να αναγνωρίσουμε την πολυπλοκότητα και το μυστήριο του εαυτού, όπως επίσης να αναγνωρίσουμε τον ρόλο της προσωπικής δράσης και τη δυνατότητα της αλλαγής. Αλλά πώς εξισορροπείς την ανάγκη για ειλικρίνεια και διαφάνεια σε μια σχέση, δηλαδή με ότι μπορεί να υπάρχουν πτυχές του εαυτού μας που είναι δύσκολο να μοιραστούμε ή να κατανοήσουμε;