22.9.2014 | 23:37
Αυτός
«Που θα ήθελες να βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή;». Ρωτάει τον ίδιο του τον εαυτό, και πραγματικά δεν ξέρει. «Ποιος θα ήθελες να είσαι αυτή τη στιγμή;» . Ούτε σ’ αυτό ξέρει τι να απαντήσει. Περπατάει δυο βήματα και σηκώνει το κεφάλι. «Πως έφτασα ως εδώ;», σκέφτεται. Κοιτάζει, ψάχνει να βρει κάτι γνώριμο, κάτι να του θυμίσει αυτό που ήταν μήπως και καταφέρει να εξηγήσει αυτό που έχει γίνει. Κοιτάζει κάτω, κοιτάζει τα χέρια του. Χέρια βρώμικα και ματωμένα. Δεν ανήκουν σ’αυτόν. Δεν είναι δικά του κι ούτε θυμάται πως τα απέκτησε. Μόνο εικόνες του έχουν μείνει. Είναι μικρός, ούτε πέντε χρονών, είναι καλοκαίρι βρίσκεται σε ένα τεράστιο κήπο και γελάει. Είναι ακόμη μικρός, ίσα που φτάνει το γόνατο του πατέρα του, είναι πρωτοχρονιά και υπάρχει κόσμος στον τεράστιο κήπο, μόνο που τώρα δεν γελάει κανείς. Κάποιος έχει φύγει.Προσπαθεί να περπατήσει μα νιώθει αδύναμος. «Πότε έφαγες τελευταία φορά;», τον ρωτάει ο καλύτερος του φίλος, μα αυτός δεν απαντά. «Έλα, απάντησε μου», συνεχίζει. «Αφού ξέρεις πως όλα τα ζούμε μαζί. Αν δεν φας εσύ, δε θα φάω ούτε εγώ, αν δεν περπατήσεις εσύ, δεν θα περπατήσω ούτε και εγώ, μαζί σε όλα, θυμάσαι;». Τον αγνοεί, ή τουλάχιστον αυτό θέλει να δείχνει. «Φύγε», φωνάζει μέσα του, «μου είσαι βάρος, ακόμη να το καταλάβεις; Δεν μπορώ να σε κουβαλάω πια μαζί μου, με κουράζεις. Πρέπει να φύγεις.». Κάνει ακόμη δυο βήματα. Η προσπάθεια που καταβάλλει του φαντάζει υπεράνθρωπη. Μια γυναίκα περνάει από μπροστά του και τον κοιτάζει με λύπηση. «Πως τολμάς;», θέλει να ουρλιάξει, μα δε βρίσκει τη δύναμη. Τη σιχαίνεται τη λύπηση. «Βλέπεις πως σε κοιτάζουν;», τον ξαναρωτά, μα αυτός δεν απαντάει. Θέλει να τρέξει , να φύγει, να ξεπλύνει τη βρωμιά από πάνω του μα τα πόδια του μένουν κολλημένα εκεί. «Με απεχθάνεσαι, το ξέρω, αλλά επέλεξες να με πάρεις μαζί σου. Όταν σε γνώρισα τα ξανθά σου μαλλιά ήταν καθαρά και στα χέρια σου δεν υπήρχε αίμα. Με έχρισες καλύτερο σου φίλο και μου ζήτησες να φύγουμε μαζί, να πάμε ένα ταξίδι. Σε θυμάμαι να λες πως στο ταξίδι αυτό δεν χωράει κανείς πέρα από εμάς τους δύο, τώρα με διώχνεις γιατί καταλαβαίνεις πως στο ταξίδι αυτό δεν χωράς πια ούτε εσύ. Περπάτα, κάνε ακόμη ένα βήμα. Το ξέρω, κουράστηκες, μα πρέπει να το ολοκληρώσεις. Θα φύγω, στο υπόσχομαι, κάνε ακόμη ένα βήμα.».Τα γόνατα του λυγίζουν και τα μάτια του κλείνουν. Το ξέρει καλά πως ο φίλος αυτός δε θα φύγει ποτέ. Θα τον κατηγορούσε, αν δεν ήξερε πως ο ίδιος επιλέγει να τον κρατήσει. Ξέρει πως το ταξίδι αυτό δεν πρόκειται να τελειώσει, ίσως να το ήξερε εξ’ αρχής αλλά πια δε θυμάται. Θα έκλαιγε αλλά δεν υπάρχει χώρος για δάκρυα στα δικά του μάτια. Είναι δέκα οχτώ χρονών, πάει σχολείο και έχει μια φίλη που κοιμάται στο μάθημα κοιμάται επάνω του σαλιώνοντας του το χέρι. Το μάτι στο γόνατό του κλείνει για πάντα.