14.9.2012 | 13:58
Ένα κόκκινο φανάρι.
Χθες την πήρα την απόφαση να με περπατήσουν οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης, από τα παλιά γνώριμοι δρόμοι, από παλιά αγαπημένοι, Τσιμισκή, Μητροπόλεως και Αριστοτέλους, ανέβα τα στενά, κατέβα τα, δεν ήμουν μόνος, κι ας ήμουν μόνος, τριγύρω άνθρωποι, δεξιά βιτρίνες, αριστερά βιτρίνες, σαν αυτές να σκέφτομαι, τις αγάπες βιτρίνες, που μου 'λαχαν κι εμένα ίσως κάποτε, φθινόπωρο φέρανε παντού, η μια μαιχαιριά μετά την άλλη στην καρδιά μου, και σ' άλλες βιτρίνες φόρμες, καλλυντικά, είδη σπιτιού, δάκρυα στα μάτια, κόσμος περνά, δεν βαριέσαι λέω, κι ας σε δουν, και με είδαν, δεν ντράπηκα, τι να ντραπώ, που κουβαλάω ακόμη ανθρώπους μέσα μου; Βάδιζα, με βάδιζαν - θα σε γελάσω, κι άφηνα πίσω μου τα ίχνη, μην και τύχει να με γυρέψεις, Μοναξιά μου. Περπάταγα, με βήμα σωστό, αλάθητη περπατησιά, μεταξύ φθοράς κι ευθανασίας, πως τάχα λέει θα την βγάλουμε και φέτος καθαρή, την τρέχουσα σαιζόν, κι έστρεφα μια δω, μια κει το βλέμμα, κι όλο με κοίταζαν, η λύπη σε κάνει να λάμπεις λένε, και μετά επέστρεφα σε μια νοητή πραγματικότητα, κάθε που συναντούσα ένα κόκκινο φανάρι. Σ' αυτόν τον περίπατο, τι ήταν αλήθεια και τι το μεταποίησα εγώ σε αλήθεια θα το μάθουμε λίαν συντόμως, φίλε μου.