2.10.2013 | 16:09
ετυμολογικό λεξικό
κασιδιάρης -α -ικο [kasiδjáris] Ε9 : (οικ.) 1. που έχει κασίδα. || για ζώο που έχει χάσει το τρίχωμά του: Kασιδιάρικο γατί. || (ως ουσ.). 2. (μτφ., για πρόσ.) ψωροπερήφανος. || (ως ουσ.): Mακριά από αυτόν τον κασιδιάρη. [κασίδ(α) -ιάρης]