29.5.2012 | 19:25
χαμενη μου αγαπη ειναι νωρις θα περιμενω να ξαναβρεθουμε!
Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,μόνος,στόν ΠαράδεισοΘά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποιΘά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου. ΙΙ. Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν Εάν είναι αλήθειαΜιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά Τά "πίστεψέ με" και τα "μή" Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από τούς καταρράχτες Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος. ΙΙΙ. Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μέναΕπειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε Ακουστά σ’έχουν τά κύματα Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ" Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει: Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.