8.6.2017 | 10:18
Κάποτε..
είχα φίλους που με έπαιρναν τηλέφωνο να δουν τί κάνω. Που πήγαινα στο σπίτι τους και ένιωθα ότι είμαι στο δικό μου. Τους πήγαινα σοκολάτες και παγωτά, μπύρες... και βλέπαμε ταινίες και γελούσαμε, κλαίγαμε, αγκαλιαζόμασταν, τσακωνόμασταν , τα βρίσκαμε... βγαίναμε σε μέρη εναλλακτικά. Καθόμασταν τα ξημερώματα σε παγκάκια, ή σε σκαλιά ή ξαπλώναμε στη μέση του δρόμου για λίγο, έτσι απλά για την τρέλα της στιγμής. Τώρα αυτοί οι φίλοι είναι αλλού. Κι εγώ εδώ. Και πλέον αυτοί που με παίρνουν τηλέφωνο δε με ρωτούν τι κάνω. Μιλούν για τους εαυτούς τους. Ακατάπαυστα. Για τα ίδια θέματα. Κι εγώ δε νιώθω ο εαυτός μου μαζί τους. Νιώθω απλώς σαν μια παρουσία που κάθεται και ακούει. Που κάθεται και συγκρίνει μια άλλη ζωή με την τωρινή. Κι από το "δε με νοιάζει η μοναξιά" έχω φτάσει στο "καλύτερα να βγω και για έναν καφέ μια φορά στο τόσο". Αλλά η αλήθεια είναι πως δεν το κάνω με την ψυχή μου. Το κάνω γιατί φοβάμαι πως δύσκολα θα βρω καινούριους ανθρώπους , ελεύθερους από κόμπλεξ, από οθόνες, που να ζητούν ό,τι και εγώ. Την αληθινή επαφή. Ξυπνάω με έναν κόμπο στο λαιμό και κοιμάμαι με ένα βάρος στο στήθος. Γιατί δεν έχω καταφέρει να προχωρήσω. Δε με νοιάζει τίποτα. Ούτε μπορώ να συγκεντρωθώ σε όσα κάνω. Γιατί έχω να νιώσω αυτή τη χαρά πολύ καιρό. Αλλά και τί είναι η χαρά; μια διακεκομμένη γραμμή. Απλά όσο μεγαλώνεις τα διαστήματα διαρκούν περισσότερο από τις παύλες.