ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΤΟΥ 1968, ο μόλις τριαντάχρονος τότε Λεάντρο Κατζ ακολούθησε έναν φίλο του σε έναν πορνό κινηματογράφο της περιοχής Hell’s Kitchen του Μανχάταν για να παρακολουθήσει μια μεταμεσονύχτια παράσταση του Ridiculous Theatrical Company του Τσαρλς Λάντλαμ. Δεν ήξερε τι ακριβώς πήγαινε να δει, αν και, όσο να πεις, ο τίτλος Turds in Hell ήταν αρκετά προκλητικός.
Το εξωφρενικό, σουρεαλιστικό, ξεκαρδιστικό θέαμα με άντρες in drag να μιλάνε μια ακατάληπτη αργκό, τα ιδιότυπα νεοϋρκέζικα καλιαρντά ανάκατα με υψηλή ποίηση (το έργο ήταν εμπνευσμένο από το «Σατυρικόν» του Πετρώνιου), ενθουσίασε τον νεαρό Αργεντινό εικαστικό και φωτογράφο.
Σύντομα θα γινόταν για μια εξαετία ο βασικός φωτογράφος της θρυλικής θεατρικής ομάδας, ενώ συμμετείχε δημιουργικά και στον σχεδιασμό των φωτισμών, κινηματογραφώντας παράλληλα κομμάτια παραστάσεων τα οποία χρησιμοποίησε ως μέρος της δικής του πειραματικής φιλμογραφίας.
«Η κυβέρνηση της Αργεντινής αποσύρει όλες τις χρηματοδοτήσεις και ο κινηματογράφος βρίσκεται σε κίνδυνο. Ντοκιμαντέρ σαν αυτό δεν θα μπορούν να γίνονται στο μέλλον εξαιτίας αυτής της εξέλιξης».
Όταν επέστρεψε στη γενέτειρά του, 40 χρόνια μετά, και αφού η Νέα Υόρκη της νιότης του ανήκε πια στη μυθολογία της πόλης, έβαλε μπρος μια σειρά από εκδόσεις και εκθέσεις που αναδεικνύουν το πολύτιμο αρχείο του: φωτογραφίες ανθρώπων που έχουν πεθάνει προ πολλού, ξεχασμένα αρνητικά, χαμένα σελιλόιντ, σλάιντ, βίντεο, ταινίες – τεκμήρια μιας μακρινής εποχής.

Τώρα, ο κινηματογραφιστής Φερμίν Ελόι Ακόστα αποφάσισε να συλλέξει το υλικό της δουλειάς του Λεάντρο Κατζ από την περίοδο 1969-1975 και να δημιουργήσει το ντοκιμαντέρ Μουσείο της Νύχτας (Museo de la Noche), το οποίο έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, από όπου έφυγε με Ειδική Μνεία από την Κριτική Επιτροπή του διαγωνιστικού τμήματος Film Forward.
Παραλαμβάνοντας το βραβείο, ο Φερμίν Ακόστα ευχαρίστησε το Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Αργεντινής, λέγοντας μεταξύ άλλων: «Η κυβέρνηση αποσύρει όλες τις χρηματοδοτήσεις και ο κινηματογράφος βρίσκεται σε κίνδυνο. Ντοκιμαντέρ σαν αυτό δεν θα μπορούν να γίνονται στο μέλλον εξαιτίας αυτής της εξέλιξης».
Ο τριανταπεντάχρονος Ακόστα, καθηγητής στο κινηματογραφικό τμήμα του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, είναι ένας πολιτικοποιημένος queer καλλιτέχνης που εκφράζει την ανησυχία του για τις εξελίξεις στη χώρα του, την οποία κυβερνάει ένας από τους πιο αλλόκοτους πολιτικούς παγκοσμίως, ο υπερασπιστής του αναρχοκαπιταλισμού Χαβιέρ Μιλέι.
«Είναι σαν να ζούμε σουρεαλιστική ταινία. Τηλεοπτική περσόνα μέχρι πρότινος, ζει με τα αγαπημένα του σκυλιά, ένα εκ των οποίων το κλωνοποίησε και μιλάει με το φάντασμά του. Δυστυχώς, πρέπει να τον υποστούμε για τρία ακόμα χρόνια», μου εξηγεί στην κουβέντα μας στην Αποθήκη Γ των γραφείων του φεστιβάλ στο λιμάνι, και συνεχίζει: «Έχουν γίνει περικοπές στα πάντα, στην παιδεία, στην υγεία, στον πολιτισμό. Οι μισθοί μας στο πανεπιστήμιο έχουν καθηλωθεί και με τον πληθωρισμό είναι αδύνατον να γίνουν καινούργιες κινηματογραφικές παραγωγές. Μόνο περιορισμένα κάποιες ιδιωτικές σειρές για πλατφόρμες όπως το Netflix. Άλλωστε οι περισσότεροι κινηματογράφοι έχουν μετατραπεί σε εκκλησίες ευαγγελιστών, φαινόμενο παρόμοιο με της Βραζιλίας».

Ρωτάω τι απέγινε ο δημοκρατικός αέρας που ακολούθησε την πτώση της δικτατορίας, κατά τη δεκαετία του 1980. Μου λέει: «Αυτό βασίστηκε σε μια κοινωνική συναίνεση που πια έχει καταλυθεί. Τότε υπήρχε ο Ραούλ Αλφονσίν που έδινε σημασία στα ανθρώπινα δικαιώματα. Η μεσαία τάξη δεν πιστεύει πλέον στη δημοκρατία, έχει γίνει πολύ συντηρητική. Τα ανώτερα στρώματα, που δεν πιστεύω ότι ενδιαφέρονται για τη χώρα αλλά μόνο για τα συμφέροντά τους, έχουν στον έλεγχό τους την παραγωγή τροφίμων, οπότε ανέκαθεν πίεζαν τις κυβερνήσεις αποσταθεροποιώντας την οικονομία. Η πλειονότητα δεν έχει καμία δυνατότητα να καταναλώσει κρέας. Φάγαμε εδώ στη Θεσσαλονίκη με τους φίλους μου ντομάτες και δεν είχαν καμία σχέση με αυτές που τρώμε στο Μπουένος Άιρες».
Μου εξηγεί την κατάσταση υπό την προεδρία Μιλέι: «Δηλώνει θαυμαστής του Τραμπ και της Μελόνι κι έτσι επιδόθηκε και αυτός σε μια αντι-woke υστερία, πράγμα όμως που ήταν παρανοϊκό, γιατί στην Αργεντινή δεν συνδεόμαστε με τη woke κουλτούρα. Ιστορικά έχουμε πρωτοπορήσει ανάμεσα στις χώρες της Λατινικής Αμερικής σε μια σειρά από δικαιώματα, όπως ο γάμος και η αναγνώριση της τρανς ταυτότητας, χρηματοδοτώντας τη φυλομετάβαση.
Το γκέι κίνημα υπήρξε, ως μέρος των αντιδικτατορικών αγώνων της δεκαετίας του ’80, μια ισχυρή σύνδεση μεταξύ των αγωνιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα και των γκέι ακτιβιστών όπως ο ποιητής Néstor Perlongher. Τώρα ο ακτιβισμός απασχολεί περισσότερο το φεμινιστικό κίνημα σε σχέση με τις αμβλώσεις. Αλλά την προηγούμενη εβδομάδα είχαμε μαζικές διαδηλώσεις συνταξιούχων μπροστά από το κοινοβούλιο. Ξέρεις, είναι δημοφιλής ο Βαρουφάκης λόγω της εμπλοκής μας με το ΔΝΤ». Ακούω όλα όσα μου λέει και μοιάζει λες και όλος ο δυτικός κόσμος έχει συντονιστεί σε μια ενιαία κοινωνική και πολιτική περιπέτεια: συντηρητική παραπληροφόρηση, ακροδεξιά απειλή, πόλεμος εναντίον των δικαιωμάτων.
Τον ρωτάω πού βρίσκεται ο καλλιτεχνικός κινηματογράφος της Αργεντινής. «Μερικά από τα σημαντικότερα ονόματα της τελευταίας γενιάς, η Lucrecia Martel, ο Luis Ortega, ο Pablo Trapero, ο Mariano Llinás, δίνουν το “παρών” σε όλα τα σημαντικά διεθνή φεστιβάλ της Ευρώπης και στο Sundance. Το 2022 το “Cahiers du Cinéma” αναγόρευσε το Trenque Lauquen της Laura Citarella καλύτερη ταινία της χρονιάς».

Θαυμαστής του κινηματογράφου της Σαντάλ Ακερμάν, της Ανιές Βαρντά και του Κρις Μαρκέρ αλλά και των νεότερων Ζοάο Μορέιρα Σάλες από τη Βραζιλία και Ζοάο Πέντρο Ροντρίγκες από την Πορτογαλία, μου μιλάει για τη Sala Leopoldo Lugones (στη μνήμη του σημαντικού Αργεντινού λογοτέχνη), μία από τις ελάχιστες σινεφίλ αίθουσες στο Μπουένος Άιρες, που βρίσκεται στον 10ο όροφο του Δημοτικού Θεάτρου του Σαν Μαρτίν.
Στο ντοκιμαντέρ του Μουσείο της νύχτας εμφανίζεται ο ίδιος ο Λεάντρο Κατζ, ο οποίος μιλάει για τη Νέα Υόρκη των δεκαετιών του 1970 και του 1980, όπου εκτός των άλλων γύρισε μια σειρά από φιλμ, αποσπάσματα των οποίων ενέταξε στο δικό του ο Φερμίν. Πρόκειται για ένα πρότζεκτ το οποίο του πήρε 10 χρόνια να ολοκληρώσει – εν τω μεταξύ έγραψε ένα μυθιστόρημα το οποίο βραβεύτηκε.
Γιατί χρειάστηκε τόσο πολύς χρόνος; Απαντάει: «Ήταν δύσκολη η επικοινωνία με τον Λεάντρο, καθώς, ως καλλιτέχνης, ήθελε να προστατεύσει το αρχείο του και τη δουλειά μιας ζωής. Αλλά ήταν σημαντικό να ολοκληρωθεί, γιατί πρόκειται για σημαντικό υλικό. Ήθελα μετά από την Αμερική να τον αναδείξω στην πατρίδα του».