18.3.2012 | 22:59
À l'ombre des jeunes filles en fleurs
Στη σκιά τών ανθισμένων κοριτσιώνΚαλησπέρα σας.Πώς είστε απόψε; Σάς εύχομαι τα καλύτερα-άλλωστε μια ευχή δεν κοστίζει τίποτε κι αποτελεί την τέλεια ειρωνεία τής μοίρας μας.Θα συμφωνούσατε μαζί μου;Θα ήθελα,με την άδειά σας,να γράψω μιαν εξομολόγηση,για την οποία ευελπιστώ να είναι κι η τελευταία μου.Θα ήθελα να μιλήσω για τη μελαγχολία τής νεότευκτης Άνοιξης,που επιτέλους εισήλθε στον ελληνικό χώρο.Ανέκαθεν απεχθανόμουν τις φωτεινές εποχές. “Άνοιξη”, “Καλοκαίρι”, πάντα έφερναν μια γκριμάτσα απόρριψης και κουρασμένης ηττοπάθειας στο πρόσωπό μου.Όταν ξαναβγαίνουν τα μακρυμάνικα απ'την αποθήκη,ξεφυσάω ανακουφισμένα.Ίσως να φταίει ο Έρως,που ανθίζει τόσο ανέμελα στα πρόσωπα τών νέων εραστών στα παγκάκια τους και μού θυμίζει σαδιστικά την μικροαστική μου θλίψη και ναρκισσιστική παραίτηση απ'οποιαδήποτε πρωτοβουλία πρόσκτησης αυτού,που μαχαιρώνει με δυστυχία τον καρδιακό μου ιστό,λάμποντας εν τη απουσία του.Συμβαίνει να μην ντρέπομαι καθόλου να παραδεχτώ,ότι διαπνέομαι από την ίδια ανεκδιήγητη,έμφυτη απογοητευτική διάθεση τής φύσης τών Marcel Proust και Françoise Sagan-αλλά διαβάζω και Τουργκένιεφ,για να θολώνω τα νερά στους αριστερομανείς.Αλλά,ας τ'αφήσουμε αυτά,αγαπητοί μου.Διαισθάνομαι,πως σάς έχω ήδη τραβήξει το ενδιαφέρον και θα'πρεπε να μπούμε στο ψητό.Αχ,Άνοιξη!Πώς σε καταριέμαι.Πόσο σε ζηλεύω,όταν κρύβεσαι στα δροσάτα,φωτεινόλευκα,ζουμερά στήθη τών νεανίδων και μέσα από ανοιχτά πουκάμισα,αφήνεις λίγο απ'το μαύρο ύφασμα τού στηθόδεσμου να με τραβάει στην τόσο ευπρόσδεκτη τρέλα τού αγάμητου αναστεναγμού.Μα,αλλοίμονο...πόσο και μ'απογοητεύεις,όταν,από την αλλεπάλληλη κατανάλωση τού γνωστού ζυμαρικού,που κανείς δε θέλει να φάει,ενστικτωδώς τραβώ το βήμα μου αλλού-κι εν τέλει,τραβάω κάτι άλλο κάπου αλλού. Πώς με πληγώνεις με το φως σου...Με όλη σου αυτήν τη λάμψη,φωτίζεις κάθε μικρολεπτομέρεια τής βρωμιάς αυτής τής πόλης.Το Χειμώνα,τυλίγομαι και κρύβομαι στα παλτά και τα κασκόλ μου κι έτσι οχυρώνομαι στην ερωτική μοναξιά μου-μα είσαι αμείλικτη.Έρχεσαι,σαν από έμβουλη μνησικακία για τη μόνιμη αποφυγή τής σωματικής φύσης μου,να μού δείξεις μάλλον,τί χάνω τόσα χρόνια...Τί χάνω,αφού το δέρμα μου είναι ροδαλό και άσπρο,μα εγώ επιμένω,μέσα στη θλίψη,τη βαρεμάρα,την απογοήτευση και την αναβλητικότητα,να πενθώ πριν τα 25 μου τα ίδια μου τα γηρατειά.Να σκέπτομαι “Στο κρεβάτι θα ήμουν de Sade,αλλά,αφού δεν μιλάω ποτέ στον κόσμο για τα τής κρεβατοκάμαράς μου,ποτέ επίσης δεν την επισκέπτεται κάποια”.Ίσως καταλαβαίνω τώρα,γιατί οι εξόφθαλμες προστυχιές φέρνουν κρέας στο στρώμα-φαντάζομαι,ότι,ενίοτε,θα είναι αφάνταστα απελευθερωτικό να είσαι μόνο κρέας.Ίσως έτσι κάθε ηθική πάει στο Διάβολο και το σώμα ηγείται κάθε ηδονής κι επίγειας σύντομης ευτυχίας.Δεν έχω γνώση τών απόψεών σας,αγαπητοί κι αγαπητές μου-διαφωτίστε με.Αναρωτιέμαι,αν γίνονται πλέον όργια-κι αν γίνονται,οι συμμετέχοντες το ευχαριστιούνται τόσο όσο παλιότερα;Αναρωτιέμαι και θαυμάζω επίσης....αυτους που ξέρουν να κάνουν έρωτα. Πόσο μια σχεδόν εφηβική ζήλια κι ανυπομονησία με πιάνει,όταν φαντάζομαι στόματα και χείλη να γνωρίζονται απαλά,υγρά και σιωπηλά και γυμνές πλάτες να κυλιούνται ανεξέλεγκτα στα μουσκεμένα αυγουστιάτικα σεντόνια.Πόσο υπερφυσικός θα πρέπει να φαντάζει ο οργασμός,όταν γλώσσες,κλειτορίδες και βάλανοι φτύνουν ο ένας τον άλλον.Σαν μωρό,ο άνδρας να βυζαίνει αχόρταγα τις ρώγες,σα να μην είχε ποτέ μάνα κι η γυναίκα,σαν παρισινή βιτσιόζα εξ ιδεολογίας,να ηδονίζεται με κάθε ρίγος τών μηρών και τής κοιλιάς της-και οι σάρκινοι σπασμοί,σαν ερωτική επιληψία,να σφίγγουν,να αιματώνουν,να πρήζουν τα κάτω μεγάλα χείλη της.Υποδέχονται με ορθάνοικτη μεγαλοπρέπεια το σκήπτρο τής ζωής κι οι δυο τους κάνουν Άνοιξη.Κολλώδη,πεντανόστιμα ζουμιά διασκορπίζουν το πηχτό,βαρύ άρωμά τους στο δωμάτιο,που σκίζει το σκοτάδι του ο ήλιος με αχνές ακτίνες,μέσα απ'το καλοκαιρινό,ξύλινο και πράσινο,κλειστό παντζούρι.Ύστερα,ίσως να βγαίνουν γυμνοί στο μπαλκόνι,να ξαπλώνουν στον λιτό καναπέ και ρίχνοντας ένα κοκκινωπό,πλεκτό χειροποίητο σάλι από τη γιαγιά (υποτιμημένα πλάσματα οι γιαγιάδες-αν μονάχα άνοιγαν το στόμα τους,δε μάς ξεπλένει ούτε ο Ιορδάνης ποταμός),να κάθονται αγκαλιασμένοι και να εισπνέουν τις μυρωδιές,που αναδεύει ο αλμυρός αέρας τού όρμου και τα ιδρωμένα κορμιά και μαλλιά τους.Σιγά-σιγά,οι καρδιές ξαναβρίσκουν τον κανονικό τους χτύπο και-για λίγο,μονάχα για λίγο-αποκοιμιούνται.Άχ,Άνοιξη,τί μου κάνεις.......-Αφιερωμένο σε σας, Δ.