21.1.2016 | 21:55
Μου είχες πει ότι δε θα με εγκαταλείψεις ποτέ
και με εγκατέλειψες. Σε παρακαλούσα να μου πεις μια γλυκιά κουβέντα και σιωπούσες. Σε παρακαλούσα να μου δώσεις έστω μια υπόσχεση ότι θα έρθεις, κάτι από το οποίο να πιαστώ κι εσύ δε μου έλεγες τίποτα. Είχα πάντα τη φοβία ότι μαζί σου καταστρέφω τη ζωή μου. Δε με άφηνες να σε πιστέψω. Δεν άκουγες τίποτα από όσα έλεγα. Έβλεπες τον πόνο μου που ήταν πραγματικός και αυτοκαταστροφικός και δεν άλλαζες συμπεριφορά απέναντί μου. Ήθελες όλα να γίνουν με το δικό σου τρόπο. Ήμουν σε τέτοια κατάσταση σύγχυσης που ένιωθα ότι έχει στηθεί μια σκευωρία εις βάρος μου και είμαι η μόνη που την ξέρω και δεν μπορώ να την αποδείξω, έφτασα στο σημείο να αμφισβητήσω την ίδια την ύπαρξή σου, νόμιζα ότι το μυαλό μου είχε φτάσει σε τέτοια επίπεδα αρρώστιας, που τα είχα πλάσει όλα με τη φαντασία μου. Ήθελες να με βοηθήσεις αλλά έθεσες σε κίνδυνο την υγεία μου. Θα ήταν όλα τόσο απλά αν απλώς εμφανιζόσουν μπροστά μου και μου τα έλεγες όλα από κοντά καθησυχάζοντάς με και όχι να νιώθω ότι απειλούμαι από μια αόριστη δύναμη αγνώστης προελεύσεως που έπαιρνε τη μορφή από οτιδήποτε έπιανα και κοιτούσα. Ένιωθα αδικία, οι δικοί μου νόμιζαν ότι όλα αυτά τα επινόησα και το ότι δεν μπορούσε κανείς να καταλάβει και να με πιστέψει, να παραδεχτεί και να με "δικαιώσει" με έκανε να ξεσπάω με το χειρότερο τρόπο. Είχα φτάσει σε τόσο άρρωστα επίπεδα που σκεφτόμουν να πεθάνω, για να έρθεις στην κηδεία μου.