24.8.2014 | 22:25
Ο Χιονάνθρωπος και η Φλόγα
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα παραμύθι με τρεις πρωταγωνιστές: το κορίτσι, τον χιονάνθρωπο και την φλόγα. Και οι τρεις ζούσανε σε ένα απομακρυσμένο χωριουδάκι στις Άλπεις, εκεί που τον χειμώνα καλύπτονται όλα από πάγο, τσουχτερό κρύο και συννεφιά. Το κορίτσι και η φλόγα ζούσανε στο κέντρο του χωριού που ήταν χτισμένο ψηλά στην πλαγιά, ο χιονάνθρωπος ζούσε πιο κάτω, στην κοιλάδα, η οποία καλύπτονταν το χειμώνα από βαρύ χιόνι. To χωριό αυτό είχε μια ιδιαίτερη συνήθεια: κάθε νύχτα μαζευόντουσαν οι κάτοικοι, ανάβανε μια τεράστια φλόγα στην μέση της πλατείας και σχημάτιζαν μεταξύ τους έναν κύκλο. Τότε ψιθύριζε ο καθένας στον διπλανό του μια κρυφή του σκέψη, ένα παράπονο ή μια επιθυμία. Οι ψίθυροι, όμως, ήταν αυστηρά μυστικοί και μετά το τέλος της διαδικασίας, φυσούσαν όλοι μαζί την φλόγα για να σβήσει. Το σβήσιμο της φλόγας συμβόλιζε πως το μυστικό θα γίνει ένα με τις στάχτες της γης. Ο χιονάνθρωπος παρατηρούσε από χαμηλά όλη αυτήν την τελετουργία κάθε βράδυ. Είχε για συντροφιά του τα άγρια πουλιά του δάσους και μια μικρή φίλη, το κορίτσι, το οποίο τον είχε πλάσει και του χε δώσει μια καλοσχηματισμένη μορφή. Ένα πρωινό ο χιονάθρωπος εκμυστηρεύτηκε τον καημό του στην φίλη του. >, ξεστόμισε δειλά διότι ήξερε πόσο παράλογος ήταν ο πόθος του. >. Περνούσαν τα βράδυα και ο χιονάνθρωπος συνέχιζε να παρατηρεί την φλόγα. Του φαινόταν σαν να χορεύει με όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου πάνω της. Εκείνος ήταν χαμηλά αυτή ψηλά. Την θαύμαζε. Ήθελε να την προστατεύει και να την προσέχει, δεν άντεχε το γεγονός ότι οι χωριανοί την χρησιμοποιούσαν για να ελαφρώνουν και την έσβηναν με το πέρας της διαδικασίας. Είπε τον καημό του στα πουλιά. > ξεφώνησε. Τότε το πιο σοφό και άγριο πουλί τον συμβούλεψε: >. Ο χιονάνθρωπος όμως δεν καταλάβαινε. >. Το σοφό και άγριο πουλί δεν προσπάθησε να συναιτίσει άλλο τον χιονάνθρωπο, παρά το στρεβλό της επιθυμίας του. Ίσως επειδή γνώριζε πως το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του κάθε όντος είναι η πεμπτουσία της ηθικής, όχι της ηθικής των χωριανών που εξομολογούνταν φαιδρές επιθυμίες που δεν τολμούσαν να πραγματώσουν και ευτελείς φόβους, αλλά της ηθικής που είχε διδαχθεί στα πανύψηλα όρη και στην σοφία της αγριότητας. >, του είπε, >. >, απάντησε ο χιονάνθρωπος, >. Έτσι, το σοφό πουλί έδωσε εντολή την επόμενη νύχτα να χιμήξουν όλα τα πουλάκια του δάσους στον χιονάνθρωπο και κάθε ένα να πετάξει όσο πιο γρήγορα μπορεί μέχρι την φλόγα μεταφέροντας ένα μικρό κομμάτι πάγου. Πράγματι, την επόμενη νύχτα εκατοντάδες πουλιά όρμησαν πάνω στον χιονάνθρωπο, ο οποίος πονούσε μεν που διαμελιζόταν, ονειρευόταν όμως το σμίξιμο με την φλόγα. Μικρά μικρά κομματάκια πάγου πετούσαν τα πουλιά πάνω απ την φλόγα. Κατέφθασαν όλα πάνω από τα κεφάλια των αυλικών οι οποίοι απορούσαν με το φυσικό φαινόμενο. Το κορίτσι ήταν το μόνο που κατάλαβε. >, αλλά πλέον ήταν αργά και δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Κανείς δεν έμαθε αν πρόλαβε να πει κάτι ο χιονάνθρωπος στην φλόγα έτσι διαμελισμένος όπως ήταν προτού λιώσει. Οι χωριανοί πάντως εξέλαβαν το συμβάν σαν κακό οιωνό, και έτσι η φλόγα αυτή δεν ξανάναψε ποτέ.