12.9.2012 | 20:02
Οι πολλοί παραποιούν τον Ένα.
Από τον καιρό της απάρνησης και της φτυσιάς των ανθρώπων είχα κινήσει να επινοώ γενναιόδωρα πεφταστέρια, στογγυλά μπαλκόνια, και αλησμόνητες λήθες, έτσι για να μπορούν να φεύγουν μακριά τα πάθη, να γειτονεύουν άλλες μοίρες, άλλα μετανοημένα όνειρα και άλλες προσδοκίες, με μιαν άμυαλη γραφή και μιαν άσπιλη ματιά περιδιάβαινα χρόνια και χρόνια, ανάμεσα σε σιωπές και ριπές ανθρωπίνου κάλλους, τι τα θες, τι τα διαβάζεις, το κρίμα πιο μεγάλο κι απ' του ονείρου τις ρωγμές. Έτσι λαχαίνει καμιά φορά και συναντάς τα φορεμένα, τα απαγορευμένα, τα αήττητα, γονυπετής και μόνος, εν μέσω των αγρίων, ιπτάμενος και δρομολογώντας ένα άλλο όνειρο, από αλλού φερμένο κυρίως από ένα πείσμα, παρά από ένα θέλω αναμάρτητο και σκοτεινό, πέρασαν χειμώνες πολλοί, Φλεβάρηδες κουτσοί, πέρασαν καταιγίδες απίστευτες, πέρασαν τα χρόνια, να έχω να λέω πως τη χόρτασα τη ζωή κι απ΄την καλή της κι από την ανάποδή της συνάμα, όμως δεν έστερξα να αντέξω τους ανθρώπους τις ώρες εκείνες που χειμάζονται μέσα τους το Άδικο, το Βλακώδες Εγώ, το Αδιανόητο. Όχι, δεν κλαίω, δεν κρίνω, δεν διευθύνω πια, ο καθείς και ο σταυρός του, για το δικό του Γολγοθά, εγώ λερωμένα δεν φόρεσα τότε που μάζευα στοιχεία ταυτότητας, τώρα, που έχω επιλογή, θα τα φορέσω; Εκεί απάνω σ' έναν τρίτο ή τέταρτο όροφο που διαπράττονται του κόσμου τα εγκλήματα, με τους χοντράνθρωπους να σου δαγκώνουν το λαιμό, εκεί θα με βρεις, εκεί θα αράξω για την ώρα, μην και φανεί η στιγμή να αστράψω μέσα στην καταιγίδα, μην και λάχει κάποια στιγμή να το δω να γίνεται κι αυτό, ο Ένας να π α ρ α π ο ι ή σ ε ι τους Πολλούς.