14.9.2012 | 01:18
Περάστε, σκουπίστε, τελειώσατε!
Mια τυχάρπαστη εμμονή ήρθε με φόρα και χτύπησε απάνω στο τζαμάκι μου, τάχα να με αποπροσανατολίσει, να με γυρίσει πίσω στις παιδικές χαρές, λίγο πριν νυχτώσει και φωνάξει η μάνα μου, πως νύχτωσε, ώρα να γυρίσω σπίτι. Δεν βαριέσαι, κι αυτό μέσα στο πρόγραμμα ήταν, κι άλλα πολλά, ως φαίνεται, ακάθεκτος στον πηγαιμό, στο δρόμο τον καινούριο, με τζάμι λερωμένο, τι τα θες, μεμιάς το καθαρίζεις. Λέω να σηκωθώ απ' το κρεβάτι μου, να φτιάξω έναν καφέ, να ανάψω και τσιγάρο, και να περιμένω να φανείς, από κάπου θα φανείς, εσύ Μοναξιά μου. Στην τρίτη ρουφηξιά του καφέ, και στην πρώτη του τσιγάρου, κάτι μέσα μου σάλεψε, κάτι αλλιώτικο απ' τα συνηθισμένα, δεν έδωσα και πολλή σημασία, είχα πει πως αναλόγως καιρού θα πορευτώ, νεφέλες με πλημμύρισαν, και κίνησα να τρέξω, με παπούτσια αθλητικά, και αδειανό στομάχι, τους πήρα τους κατήφορους, στα πέλαγα να φτάσω, να κινήσω κατά τις Ομπρέλες, κι ύστερα να πάρω το δρόμο για το σπίτι, από άλλον δρόμο πια, βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια. Στο λερωμένο τζάμι μου, από μια εμμονή λαθραία, στάθηκα σαν γύρισα στο σπίτι, δεν έχω άλλο μέσο από την εξομολόγηση, για να το καθαρίσω. Πριν όμως πιάσω το πανί, λέω να πάρω ένα τόσο δα κομμάτι, με γάντια καθαρά, μια βιοψία για να κάνω, να δω προς τι με τόση ταχύτητα έτρεχε και γιατί εμένα ήθελε να φτάσει. Εκεί στο μικροσκόπιο λοιπόν από κάτω, και τότε γέλασα, σαν είδα τι μέρος του λόγου ήταν ετούτο το σαράκι. Δεν μπήκα στον κόπο, κουράστηκα πια, το πήρα το πανί, πήρα και το άζαξ, κίνησα κατά το παράθυρο να καθαρίσω το τζάμι, κι ας μου το λερώνουν οι εμμονές και οι βροχές, εγώ κάθε πρωί θα το καθαρίζω. Τρεις κινήσεις όλο κι όλο, περάστε σκουπίστε τελειώσατε ένα πράγμα, και μετά ξανά στο δρόμο τον μεγάλο, με το αλάθητο το βήμα τώρα πια, που δεν θα λιγοστεύει, κοίτα να δεις πώς τα 'φερε, το ένα μετά το άλλο μου σκάνε τα ουράνια τόξα, γιατί πολλές οι μπόρες, έχω να θυμάμαι, από τον καιρό των κατακλυσμών, και τον καιρό της αμαρτίας. Εδώ στου δρόμου τα μισά λοιπόν, με τη σημαία περήφανη να ανεμίζει, θα υποταχθώ σε κάθε λογής νέες αλήθειες, οι αλήθειες αυτές που δοκιμάζονται, γιατί κάποτε μου ψιθύρισαν κι εμένα φίλε μου, πως τα πιο μεγάλα ψέματα πολλές φορές μοιάζουν με αλάθητες αλήθειες, δοκιμάζοντας λοιπόν και μια και δυο και τρεις, μην τύχει καμιά να μου το γυρίσει σε ψέμα, κι άντε πάλι απ ' την αρχή, να δοκιμάζομαι να δω αν είναι καθαρά τα χέρια. Λέω μετά να διασκεδάσω λίγο τον καιρό, λέω να πάω να μου κάνουν έναν ορό της αλήθειας, να απαντήσω σε αυτές τις ερωτήσεις, και μετά μια μια να τις απαντάω, για τόλμησε κι εσύ φίλε μου το ίδιο κι εσύ να κάνεις, να δούμε πόσα κρύα ψέματα θα πεις και πόσες ζεστές αλήθειες.