8.9.2013 | 13:21
Το πιτσιρίκι
Κρυβόταν πάντοτε το πιτσιρίκικαι έμελλε ποτέ να μην εμφανιστείστα μάτια των αγροίκωνκαι των ανίατων αστών.Φοβόταν πάντοτε το πιτσιρίκιτα λόγια τα μεστά και τα αιχμηράτα βλέμματα και τις οχιέςτις αγκαλιές, το δηλητήριοκαι ότι θύμιζε το χθες.Στεκόταν πάντοτε το πιτσιρίκιπίσω από την πόρτακαι άκουγε τις φωνέςτο αυτάκι του κολλούσε στο ξύλοή το μάτι πίσω από την κλειδωνιά.Και ο κόσμος φάνταζε πολύς,κι ο κόσμος φάνταζε μεγάλοςκαθώς μίκραινε η καρδιά του με τα χρόνια.Περίμενε τα χιόνια να μασκαρευτείκαι στο κρύο κανείς μην τον αναγνωρίσει.Φορούσε τα μαύρα του γυαλιά,ένα καφέ σκουφίκαι στα χέρια γάντια παχουλά,μήτε να νιώσει και μήτε να αισθανθεί.Μόνο το κρύο τρύπωνεκαι ο βοριάς ξερίζωνεκάθε ανάσα του θερμή.Κι έφευγε ο χειμώναςκαι έφευγε το κρύοκαι έφευγε ο βοριάς.Τον αρρώσταινε η άνοιξηκαι οι ανθοί της φύσης.Τον πρόδιδαν οι φίλοι τουκι ας ήταν πεθαμένοι.Μα τον ηγάπουν οι νεκροίπου ήταν κλεισμένος σε κλουβί,δεν ένιωθαν πια μόνοιμα λιγότεροι νεκροί,ίσως και τυχεροί.Και πέρασαν χειμώνες μαζί και καλοκαίριαη αγκαλιά του μούσκεψε σε δάκτυλα μαχαίρια.Κι ήταν ο λόγος του ξυράφικι ας φοβόταν το σινάφι.Και γελούσε μοναχός τουκι ο καθρέφτης ο δικός τουγελούσε και αυτός.Και ξεψυχήσαν οι δικοί τουοι αγαπημένοι κι οι οχτροί τουκαι δεν απόμεινε πια κανείςνα αγαπά ή να μισείνα φοβάται ή να καρτερεί.Και το πιτσιρίκι εγέρασεκαι έγινε παππούλης.Κρατούσε τη μαγκούρα τουκαι εκείνη τον κρατούσε.Και πήρε την απόφασηάλλο να μην κρυφτεί,όποια κι αν έρχεται εποχήστη σκοτεινιά, τη χαραυγή.Όλοι πια θα ήταν ξένοιαδιάφοροι κι αχρείαστοι.Ότι αγαπούσε πέθανε,τίποτα δεν υπήρχε να χαθεί.Και η πόρτα τρίζεικαι το δωμάτιο πλημμυρίζει με ζωή.Έκπληκτος ο βρεφικός σακάτης,σαν υπνοβάτης πάνω σε σκοινίτο βήμα του ορίζεικαι στο σώμα του παλίρροια οι λυγμοί.Στο πρόσωπο χαμόγελο,στα πόδια του σπασμοί.Τα χείλη του ξεράποτίζονται απ' τα μάτια τα υγρά.Μια γουλιά ανακούφισηςστο αέναο πόνοχαράζει δρόμο για ζωή.Ένα βήμα μοναχά,ακόμα ένα βήμακαι σαν ποίημα ηχούσε στο μυαλό του:"Μπράβο πιτσιρίκι, τα κατάφερες!"Στο πηγούνι του τριγμοίκαι η φωνή το βήμα του ακολουθεί:"Ελπίζω να άξιζε τον κόπονα χαραμίσεις μια ζωήζώντας σα νεκρός!"Και μια φράση απ' τα χείλη του θ' αποκριθεί:"Αν δε ζούσα σα νεκρόςστιγμή δε θα υπήρχε για να εκτιμηθεί.Και πόσο μάλλον αυτή.Και δε θα υπήρχες ούτε εσύ.Τώρα ζω. Και αυτό μου αρκεί!"Δυο ανάσες αργότεραθα αφήσει την τελευταία του πνοή...