Θα το γράψεις το σημάδι το βιβλίο;
26.7.2019 | 18:28
Σελίδες ημερολογίου Ιούλιος 2019, Ελλάδα
Έπειτα από επτά χρόνια κατάφερα να κανονίσω έτσι την άδεια μου ώστε να είμαι στο πανηγύρι του χωριού μου αυτές τις μέρες. Ζω σε πόλη της Β. Ευρώπης τα χρόνια αυτά λόγω της δουλειάς μου και στον τόπο μου έρχομαι συγκεκριμένες ημέρες. Έφτασα προχθές αργά το απόγευμα στο χωριό. Την ώρα που παίρνει να χαμηλώνει ο ήλιος. Ένα μικρό, άγνωστο σε πολλούς χωριό. Έμοιαζαν όλα σαν να μην έφυγε ποτέ το καλοκαίρι από τους δρόμους, από τις αυλές, από τον ουρανό που σκέπαζε το χωριουδάκι μου. Κάθε παράθυρο και βασιλικός, κάθε πόρτα και γεράνι. Ασβεστωμένοι τοίχοι στα καλντερίμια, ελληνικός καφές και καλαμπόκι να ψήνεται πίσω από τα ψηλά πεζούλια, και στη γωνιά δυο τρία πιτσιρίκια να παίζουν. Και κάπως έτσι δακρύζεις σιωπηλά και πικρά κάτω από τα γυαλιά ηλίου δίχως να το καταλάβεις. Για τα χρόνια που περάσανε και τις εικόνες, τα βλέμματα και τα αρώματα που ξέρεις ότι έχασες να βλέπεις να ωριμάζουν στο χρόνο. Προχώρησα και έβγαλα από την τσέπη τα κλειδιά του πατρικού μου. Οι γονείς μου είχαν φύγει για άλλο προορισμό λόγω μιας οικογενειακής υποχρέωσης και θα έμενα μόνη στο σπίτι εκείνες τις ημέρες. Μόλις έσπρωξα την ξύλινη αυλόπορτα, καλωσόρισα τις αναμνήσεις των καλοκαιριών των παιδικών μου χρόνων: η αυλίτσα μας με την κληματαριά και τις ορτανσίες. Στην άκρη της αυλής η αχλαδιά που είχε φυτέψει ο παππούς μου τη χρονιά που γεννήθηκα. Πάνω στον ασβεστωμένο τοίχο της αυλόπορτας με μητρική φροντίδα ήταν συγυρισμένες 3-4 γλάστρες με βασιλικό. Με το που έκλεισα την πόρτα και κάθισα στην πλαστική καρέκλα, ένιωσα να φεύγει από πάνω μου ό,τι παράπονο έσερνε η ψυχή μου στην ξενιτιά όλα αυτά τα χρόνια. Ήμουν επιτέλους ελεύθερη να ανασάνω λίγη πατρίδα δίχως σκοτούρες. Ξεκίνησα να τακτοποιώ τα πράγματα μου στο σπιτάκι. Ένα μικρό, μα γεμάτο όμορφες αναμνήσεις σπιτάκι. Η μυρωδιά από τα κολοκυθάκια και τις πατάτες στο φούρνο από το μποστάνι του πατέρα σκόρπισε παντού στη γειτονιά το μεσημέρι. Κι έπειτα, κάτω από τον ίσκιο της κληματαριάς, γλυκό υποβρύχιο με δροσερό νερό. Και ύπνος με ανοιχτά παράθυρα, δίχως να φοβάσαι...τι να φοβηθείς σε αυτή την γωνιά του κόσμου όπου τα ρολόγια μοιάζανε σταματημένα και χαμογελώντας σου γνέφανε να ξεκουράσεις ανέμελα την ψυχή σου...Και ύστερα ήρθε το βράδυ...και οι πυγολαμπίδες στήσανε τρελό χορό στην μικρή μας αυλή. Πως να αντισταθείς να μετρήσεις τα αστέρια; Κι εκείνα ανάμεσα από τα φύλλα της κληματαριάς; Όσα προλάβεις να δεις; Κι αν πέσει κανένα; Μια ευχή...να προλάβεις... Και τα μάτια κλείνουν γλυκά, και τα πόδια σε οδηγούν σχεδόν μαγικά στο μικρό δωμάτιο με τις άσπρες κουρτίνες που ανεμίζουν σαν πανιά ανοιχτά, έτοιμα να σαλπάρουν στα βαθύτερα όνειρα του υποσυνειδήτου... Σε είδα εκεί κάπου, θολή εικόνα το πρόσωπό σου, να περπατάς στην γειτονιά με το γιασεμί πάνω από την πλατεία...Το πρωί αυτό το χωριό δεν κοιμάται ποτέ. Στο κάλεσμα του κόκορα γυρίζεις πλευρό και ενώ θες να κοιμηθείς, χαμογελάς με κλειστά τα μάτια. Η ζωή σε καλεί να την γευτείς και πάλι από τα χαράματα. Μυρωδιές, υφές, και μια γλυκιά χαλάρωση στο κορμί οδηγούν τα βήματά σου λίγο πριν το δειλινό, στον εσπερινό για τον άγιο που γιορτάζει. Οι παρουσίες λιγότερες από άλλοτε...κι όπου γνωστές, η συγκίνηση μεγάλη. Εξάλλου ήμουν αρκετά πιο μικρή όταν ήρθα τελευταία φορά στον τόπο... Ο ήλιος κόντευε προς τη δύση...και κάπου ανάμεσα σε γνωστούς κι αγνώστους...φάνηκες...Εσύ.Μεμιάς το θεριό μέσα στα σωθικά ξύπνησε. Και μαζί του ξύπνησαν τα παραμύθια που ποτέ δεν πιστεύεις ότι υπάρχουν, μέχρι να τα ζήσεις. Και εμείς ζήσαμε ένα τέτοιο. Πριν δέκα χρόνια. Τότε που μαζί ταξιδεύαμε κάθε εποχή του χρόνου να ζήσουμε λίγες στιγμές στο μέρος που μας γέννησε και μας έφερε κοντά. Τότε που τα χέρια σου μοσχοβολούσαν από την γη που τόσο αγαπάς. Κι όταν κάτι αγαπιέται, ευωδιάζει όλου του κόσμου την ομορφιά μαζεμένη σε ένα φιλί. Πως να ξεχαστούν εκείνες οι ημέρες, εκείνοι οι μήνες, εκείνα τα χρόνια...Το βλέμμα σου ανταμώθηκε με το δικό μου. Ντράπηκα και γύρισα αμέσως αλλού το βλέμμα. Και το μετάνιωσα, πολύ. Κάποτε σε κοιτούσα με τις ώρες, ενώ κοιμόσουν δίπλα μου σε εκείνο το μικρό δωμάτιο με τις λευκές κουρτίνες. Και παρακαλούσα το Θεό να δώσει άλλες τόσες ώρες στη νύχτα για να μπορώ να σε κοιτάζω. Τι να θυμηθώ... Με έμαθες να αγαπώ, με τη μόνη λεπτομέρεια πως μόνο εσένα έχω αγαπήσει στη ζωή μου. ''Αντωνία;''Στο άκουσμα του ονόματός μου από τα χείλη σου κάθε χιλιοστό του κορμιού μου έκανε στροφή προς την ύπαρξή σου. Τι κι αν ακολούθησε τυπικός διάλογος...τα μάτια σου δεν έφευγαν από τα δικά μου. Θύμιζε τα σκηνικά που συναντιόμαστε μπροστά σε κόσμο τότε...λιγοστές κουβέντες και το βλέμμα καρφωμένο στις καρδιές. Όπως σε κάθε μικρό χωριό, δεν δώσαμε ποτέ δικαίωμα. Κι όλοι αναρωτιόντουσαν γιατί ''τέτοιο παλικάρι μένει ανύπαντρο'' και ''γιατί δεν θέλει να πάρει την τάδε ή του τάδε που τον θέλει κιόλας''. Κανείς δεν χρειαζόταν να μάθει, γιατί πολύ απλά ξέραμε εμείς. Σε αγαπούσα και με αγαπούσες επί τρία χρόνια κι αυτό μας έδινε ζωή για την αιωνιότητα. Στο κατώφλι μιας Ελλάδας που πάλευε με την κρίση, η αρρώστια εκείνη ήρθε να σου θυμίσει την ματαιότητα. Δεν με άφησες να σε δω να παλεύεις, δεν ήξερες αν θα επιβιώσεις, δεν ήθελες να μου κάνεις κακό. Και μου ζήτησες να το λήξουμε γιατί σε αυτόν τον αγώνα ήθελες να είσαι μόνος, ούτε τους γονείς σου δεν ήθελες μαζί. Έζησα την πλήρη διάλυση μέσα μου μην ξέροντας αν θα σε βρει η επόμενη ημέρα. Δίχως να μαθαίνω νέα σου. Δίχως να αναπνέω το άρωμά σου, δίχως να σε βλέπω. Και έφυγα γιατί δεν άντεχα... κι εξακολούθησα να μην αντέχω, όμως τα μεγάλα ωράρια εργασίας έκαναν την ύπαρξή μου πιο υποφερτή. Και κάποιες γνωριμίες τόσο χλιαρές...τόσο ανούσιες...τόσο ξένες... που απομακρύνθηκα αμέσως...δεν ήθελα άλλον...δεν μπορούσα με άλλον...Κι εσύ το πάλεψες παλικαρίσια. Και το ξεπέρασες και επανήλθες σε καταπληκτικό βαθμό. Κάποιοι μίλησαν για θαύμα, άλλοι για τύχη...εγώ μιλώ για την αγάπη μου που σιγόκαιγε...Αν κάποιος σε γνώριζε πρώτη φορά, θα έλεγε ότι δεν πέρασες ποτέ τίποτα. Εγκαταστάθηκες μόνιμα στο χωριό...και ασχολείσαι με τη γη που τόσο αγαπούσες...Μου είχες πει κάποτε, πως όταν αγγίζεις το χώμα, νιώθεις ταξιδευτής καταμεσής του κόσμου.Κι ενώ οι σκέψεις αυτές κυλούσαν μες στις φλέβες μου, μείναμε στο προαύλιο του ναού μόνοι: ο εσπερινός είχε τελειώσει κι ο κόσμος είχε σκορπίσει κατά την πλατεία όπου θα ξεκινούσε το γλέντι. Έμεινες αντικριστά μου να με κοιτάς σιωπηλά, κι εγώ με τη δική μου σιωπή, να σου ουρλιάζει ''ΓΙΑΤΙ...''''...όσο βαρούν τα σίδερα βαρούν τα μαύρα ρούχα...''Μου έπιασες το χέρι και μου είπες ήρεμα ''Έλα μαζί μου''.''...γιατί τα φόρεσα κι εγώ κόσμε ψεύτη...''''Που πάμε;'' σε ρώτησα.''...για μιαν αγάπη που 'χα...''''Σε νοιάζει αλήθεια;''Τα μάτια σου είχαν μια γλυκιά γαλήνη.''...είχα και υστερήθηκα το μωρό μου....''Στο νου μου ήρθαν όλα τα βράδια στα ξένα που έκλαψα με παράπονο.''...θυμούμαι και στενάζω...''Έκανα ένα βήμα μπροστά...κι έκανες κι εσύ. Τα επόμενα βήματα μας βρήκαν να εξυμνούμε την βαθύτερη και αρχαιότερη ουσία της ζωής: την Αγάπη.Κι αυτή τη φορά ξημέρωσε, και δεν έφυγε κανείς.
6