28.8.2016 | 01:34
Στην Αλίκη.. Η τρίτη όψη του νομίσματος..
Όπως σου υποσχέθηκα.. Ελπίζω να το δεις..Μιά φορά και έναν καιρό, σε έναν κόσμο μακριά από ανθρώπους, βρήκαμε ένα κορίτσι κλειδωμένο σε ένα μαύρο κάστρο. Μαύρο το κάστρο, μαύρος και ο δράκος που το κλειδαμπάρωσε. Και τι δεν είχε σκεφτεί του λόγου της για να αποδράσει. Έσκαβε λάκκους, άνοιγε τρύπες, φώναζε, ούρλιαζε, έκανε κακό στον εαυτό της, αλλά τίποτα. Εκείνος ποτέ δεν προήθηκε να της ανοίξει. Επειδή όμως ήταν ευφευρετική και πανέξυπνη, τζούρνεψε κάτι υπνωτικά χαπάκια που τις έριχνε για να την κρατά ήρεμη και του τα έβαλε στο.. στη μύτη ναι την ώρα που τον είχε πάει ο ύπνος. Κατάφερε λοιπόν να αποδράσει. Εκεί ήρθε η πρώτη άσχημη συνειδητοποίηση. Δεν ήταν μόνο το κάστρο η δυσκολία. Αλλά το δάσος. Γύρω λοιπόν από αυτό το μαύρο κτίριο, εκτεινόταν μια τεράστια περιοχή με ένα σωρό ψηλά δέντρα. Σκοτεινή. Ήταν ένα μέρος επικίνδυνο. Το κορίτσι, χανόταν. Παρατηρούσε πως μονίμως έκανε κύκλους και κάθε προσπάθεια να βρει την άκρη, ήταν αποτυχημένη. Ξεφύγαμε από το δράκο, πως ξεφεύγουμε από το δάσος; Όλο δυσκολίες. Παντού δυσκολίες, σε κάθε ανάσα και ένας αναστεναγμός. Κουράστηκε λοιπόν. Βρήκε ένα μέρος με λίγο φως, το περισσότερο που μπορούσε να βρει και ξάπλωσε να ξαποστάσει. Την πήρε ο ύπνος, μέχρι που αντιλήφθηκε θόρυβο, βήματα. Σηκώθηκε επάνω μονομιάς και είδε μία μαυροντυμένη φιγούρα. Φοβήθηκε τόσο πολύ που η άμυνα της, έγινε επίθεση και η προστασία της ρίξιμο στη μάχη. Άρχισε να τον κλωτσάει, μα εκείνος ακλόνιτος. Τι να του έκανε άλλωστε αυτό το σαμιαμίδι; Τη σταμάτησε σχεδόν με το δάχτυλό του στο μέτωπο. Την είδε να σπινιάρει στο έδαφος και άρχισε να γελάει. Έβγαλε την κουκούλα. Κοιτάχτηκαν για λίγο. Ήταν άνθρωπος. Φωτεινός. Και εκείνη φωτεινή εξίσου. Άρχισαν να γελάνε μαζί δυνατά και συνειδητοποίησαν πως είχαν ξεφύγει από τους ίδιους δράκους, μα ήταν και οι δύο παγιδευμένοι στο ίδιο δάσος. Δύο μυαλά όμως, σκέφτονται καλύτερα. Άρχισαν να καταστρώνουν σχέδιο διαφυγής. Οι τσακωμοί όμως έδιναν και έπαιρναν. Άλλα έλεγε εκείνος, άλλα καταλάβαινε η ίδια. Άλλα του έλεγε εκείνη, άλλα θεωρούσε σωστά εκείνος. Έπρεπε όμως, να συννενοηθούν.. Κάθε τους σχέδιο, πήγαινε στο βρόντο. Κάθε προσπάθεια κατάρριψης της πραγματικότητας τους, τους γέμιζε απαισιοδοξία. Η αίσθηση της αποτυχίας ήταν τεράστια. Αυτό έφερε προστριβές. Οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο καθένας θα πάλευε μόνος του. Νέα για το αγόρι δεν έχουμε, εκείνη όμως, ούσα πιο τυχερή λίγο πιο κάτω βρήκε άλλους ανθρώπους που προσπαθούσαν εξίσου να ξεφύγουν από το δάσος. Ένιωσε αγαλίαση. Δεν ήταν μόνη, ούτε εκείνη, ούτε εκείνος. Κανείς από όλους αυτούς τους ανθρώπους δεν ήταν εν τέλει μόνος. Σε μία απέλπιδα προσπάθεια να τα καταφέρουν, είπαν να δοκιμάσουν κάτι γελοίο. Έκαναν ένα κύκλο και πιάστηκαν χέρι χέρι, καθισμένοι στο χώμα. Το κόλπο θα ήταν, αφού δεν μπορούσαν να αλλάξουν την πραγματικότητα τους, να την φαντάζονταν. Έτσι και έγινε. Ο καθένας άρχισε λοιπόν να σκέφτεται και κάτι διαφορετικό. Λίμνες, θάλασσες, αμπέλια, σπίτια, οικογένεια, ξενύχτια, ποτά, τέχνες, βόλτες, χαρές και πανηγύρια. Πέρασαν έτσι πολλές ώρες. Όλοι τους είχαν κλειστά τα μάτια. Και κάπως έτσι, γίνεται το θαύμα. Όταν τα άνοιξαν, ο καθένας βρισκόταν στο μέρος που είχε επιλέξει. Εκείνη, είχε ένα σπίτι σε μία λίμνη ήρεμη. Με μονοπάτι που οδηγούσε στον πολιτισμό αν και όταν ήθελε. Άρχισε να χαμογελάει και να τρέχει πέρα - δώθε ανασαίνοντας. Μέχρι που.. Άκουσε μια φωνή από το βάθος του σπιτιού. Από την κουζίνα. Κάποιος της μαγείρευε τηγανίτες. Μάντεψε.. Τι χρειαζόταν για να ξεφύγει από τους δράκους και τα δάση λοιπόν; Λίγη βοήθεια, από άλλους ανθρώπους που πάλευαν εξίσου να ξεφύγουν. Λίγη μαγεία ντε..