Πέμπτη βράδυ περπατήσαμε κατά μήκος της Διονυσίου Αεροπαγήτου με κατεύθυνση το μουσείο Σπύρου Βασιλείου, όπου και εκτίθεντο έργα της Όλγας Αλεξοπούλου. Η μητέρα της κοπέλας που με συνόδευε είχε εντυπωσιαστεί από τον τρόπου που η καλλιτέχνης χρησιμοποιούσε την πορσελάνη, μετατρέποντας την «σ'ένα είδος πίνακα ζωγραφικής που έφερνε στον νού κάτι από Κίνα».
Μόλις φτάσαμε στο μουσείο, στην Ακρόπολη και συγκεκριμένα στην οδό Γουέμπστερ, αντίκρυσα μιά πόρτα ανοιχτή που με καλωσόριζε- όχι σ'έναν όποιον εκθεσιακό χώρο αλλά στην οικία του καλλιτέχνη Σπύρου Βασιλείου. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά μια αίσθηση οικειότητας και θαλπωρής με περιέκλεισε και δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την προσοχή μου ένος διάτρητος, στενός και ψηλός τοίχος, κάτι σαν αρχιτεκτονική δαντέλα, που άφηνε πάντα τον αθηναικό αέρα να εισβάλει στο αρχοντικό δια μέσω ενός μικρού τετράγωνου παραθύρου που δεν έφερε παντζούρια μήτε παραθυρόφυλλα.
Ο εκθεσιακός χώρος δεν ήταν άλλος παρά το ίδιο το σπίτι του Βασιλείου, προσκαλώντας τον επισκέπτη να βαδίσει στα βήματα- θαρρείς- τα ίδια που κάποτε είχε βαδίσει ο καλλιτέχνης σε κάποιο βράδυ οίστρου. Ένα μέρος γεμάτο αναμνήσεις- πίνακες που απεικόνιζαν οικογενειακές στιγμές, τα καλοκαίρια τους, τις αφίξεις των νέων μελών. Γλυκιές στιγμές ζωής που μετουσίωνε η Τέχνη σε καλλιτεχνική δημιουργία, κολάζ, ζωγραφική σε μουσαμά, ζωγραφισμένες ντουλάπες εν είδει τοιχογραφίας, λαική τέχνη που εξέπεμπε μια νοσταλγία για το παρελθόν...
Στο επάνω διάζωμα, το τρίποδο του καλλιτέχνη στήριζε ένα έργο του, βαμμένο μπλέ, κρύβοντας το παράθυρο που λίγο εάν έσκυβες απεκάλυπτε μιά θέα προς την Ακρόπολη, ενώ μια καρέκλα προς τα εκεί στραμμενη έστεκε άδεια τώρα πια. Και κάπου εκέι ανάμεσα, πολλά κυανόλευκα πορσελάνινα τετράγωνα φινέτσας. Η φίλη μου θαύμαζε τον τρόπο που επεξεργάστηκε η Αλεξοπούλου το υλικό ενώ εγώ έμενα στις απεικονίσεις εκείνων των φυσικών σκηνικών που βυθίζονταν στο μπλέ. Τόση δύναμη, τόσο βάθος, τόση φινέτσα, εκείνο το μπλε το ανείπωτο της θάλασσας.
Πόσα μπορεί άραγε να προσφέρει μιά αναβολή κάποιας νυχτερινής σου διασκέδασης αν συναντήσει μια πηγή πολιτισμού; Και πόσο μάλλον εκείνου του πολιτισμού που μιλάει για ανθρώπους, για την οικογένεια που τόσο λησμονούμε και εκείνα τα τοπία που η φύση σου χαρίζει έξαφνις, που είναι τόσο δυνατά στο μάτι και στην μνήμη που θέλει η θέληση του μ'ένα υλικό σε τέχνη να μετουσιώσει.