Ο Γιάννης Ξανθούλης γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη, το 1947.
Στην προεφηβεία ήμουνα πολύ προστατευμένος απ' τη φαντασία μου. Όχι από τους άλλους, ξαναλέω, απ' τη φαντασία μου ήμουνα προστατευμένος και μετά βρέθηκα ξαφνικά εκτεθειμένος στην αδηφαγία μιας εφηβείας, της εφηβείας μου.
Πέρασα τα καλοκαίρια μου διαβάζοντας, επειδή ήμουνα μετεξεταστέος και τιμωρούσα τον εαυτό μου με μελέτη, κάτι σαν αυτομαστίγωμα. Ξέρεις, είμαι υπέρ της τιμωρίας και όταν αποφασίσω ότι πρέπει να τιμωρήσω κάποιον, τότε απλά τον αντιμετωπίζω σαν να είναι πεθαμένος, αυτό κάνω.
Έμενα ο πατέρας μου ήταν ηλεκτρολόγος κι επειδή δεν ήταν δικηγόρος πέρασα από κάτι εξετάσεις για να με πάρουν στο σχολείο και με ρωτήσανε για κάτι χρώματα σ' ένα ταμπλό και μου δείξανε ένα κι εγώ τους είπα «Αυτό το χρώμα είναι σικλαμέν» κι αυτοί με περάσανε αμέσως και κοίταξα με περιφρόνηση τα υπόλοιπα παιδιά γιατί εγώ είχα μόλις πει το χρώμα σικλαμέν πρώτος.
Ήμασταν περίεργη οικογένεια, μιλούσαμε μόνο με δευτερεύουσες προτάσεις. Δεν ξέρω πώς να σ' το περιγράψω. Όταν μιλούσαμε μεταξύ μας δεν μιλούσαμε ποτέ για την ουσία των πραγμάτων. Ήταν πολύ δύσκολο για κάποιον ξένο να μας παρακολουθήσει σε μια συζήτηση. Μπορεί να έλεγε κάποιος «το γάλα ξίνισε» και μετά «γιατί δεν πήγες τα ρούχα στο καθαριστήριο το πρωί». Τέλος πάντων, (παύση) δεν ξέρω πώς να το προσδιορίσω ακριβώς, αλλά μιλούσαμε πολύ περίεργα.
Το δωμάτιό μου το θυμάμαι. Τότε ήταν πολύ της μόδας τα κάδρα. Όλοι ήθελαν να κορνιζάρουν πράγματα. Εγώ είχα κορνιζώσει τον «Εσταυρωμένο» του Γκρέκο. Όταν βίωνα αποτυχίες στα μαθήματα ή αλλού τον κατέβαζα, μόλις τα πράγματα καλμάρανε τον ξανακρέμαγα τον «Εσταυρωμένο»
Στο σπίτι παλιά έρχονταν πολλοί φίλοι και καθόμασταν μέχρι πολύ αργά. Κάναμε κάτι σαν φιλολογικά σαλόνια. Έτσι ξεκίνησα να γράφω. Για να τους κάνω να γελάνε δηλαδή - ήθελα να τους κάνω να γελάνε και να περνάνε ωραία. Θέλω οι άλλοι να γελάνε και πάντα εκεί θα διαφωνώ με τους επαΐοντες που θέλουν όλα να είναι (ήχος βρυχηθμού) και βλοσυρά και βαριά.
Είμαι πάρα πολύ επιρρεπής στην εκτροπή εγώ. Καμιά φορά, όταν γράφω, γίνομαι κάτι σαν αλεξικέραυνο κάποιων πληροφοριών, χωρίς να το θέλω. Και το καταλαβαίνω πολύ μετά. Και λέω «Α, οι ήρωες των βιβλίων μου τελικά υπάρχουν» και αυτό είναι ανατριχιαστικό γιατί εγώ δεν θέλω να υπάρχουν γιατί κάνω τους ήρωές μου συχνά να περνάνε άσχημα και φοβάμαι μη μ' εκδικηθούν και τρέμω.
Στον κινηματογράφο κάθομαι πάντα μπροστά. Κανείς δεν πάει να κάτσει μπροστά κι έχει πάντα κενές θέσεις. Έχω το Σύνδρομο του Λούντβιχ, αυτού που ήθελε ν' ακούει μόνος του στο θέατρο τις όπερες του Βάγκνερ, χωρίς καθόλου κόσμο. Κάθομαι μπροστά, λοιπόν. Κι αυτό είναι πολύ κουραστικό, αλλά μου αρέσει.
Είχα μια νοοτροπία αστού πάντα, δεν ξέρω γιατί. Και οι επαναστάσεις μου ήταν πάντα αστικές για να γίνω πιο αστός. Δεν καταλαβαίνω πώς οι άνθρωποι συναντιούνται σε καφενεία και κάθονται εκεί και συζητάνε και πίνουνε καφέ. Διασκεδάζω πολύ όταν οδηγώ. Έμαθα 59 χρόνων να οδηγώ και μου αρέσει πολύ. Με ξετρελαίνει που οδηγώ. Ξέρεις πόσο σημαντικό είναι να μαθαίνει κάτι καινούργιο ένας ετοιμοθάνατος, όπως εγώ; Εγώ τώρα ζω με τη ηλικία ενός σκύλου. Πόσα χρόνια έχω νομίζεις;
Έχω ένα PT Cruiser και η γυναίκα μου το σιχαίνεται και όλη η οικογένειά μου το βρίζει, ενώ ένας υπάλληλος ενός βενζινάδικου με κοίταξε μια μέρα στα μάτια και μου είπε «τέτοιου ίκε Κίτλερ». Αλλά εγώ το βρίσκω πολύ συντροφικό αυτό το αυτοκίνητο και κάπως συνεκτικό. Έχω κάνει 105.000 χιλιόμετρα.
*Τα λόγια Γιάννη Ξανθούλη προέρχονται απ' την αφήγηση της ζωής του στον Ευθύμη Φιλίππου