Διάβασα πρόσφατα τη «Σχολική Παράσταση» του Βασίλη Παπαθεοδώρου, φέτος, που επανεκδόθηκε. Είναι όντως τόσο επίκαιρη όσο ακούγεται.
[Με φόντο μια μαθητική παράσταση σε σχολείο της Γερμανίας, ο Γιώργος, μαθητής της Β’ Γυμνασίου, θα βρεθεί στο επίκεντρο, ως πρωταγωνιστής και θύμα, μιας έξαρσης ρατσιστικών επεισοδίων, από μια κοινωνία που είναι βαθιά διχασμένη. Μέσα σ' όλο αυτό το κλίμα, θα προσπαθήσει να κρατήσει τη δύναμη και την αξιοπρέπειά του. Με συμμάχους τον Τζάφερ και τον Αντρέας, έναν Τούρκο κι έναν Γερμανό συμμαθητή του, αλλά και με τη βοήθεια του καθηγητή κυρίου Μίκαελ, θα καταλάβει και θα νιώσει ότι η φιλία δεν κοιτά χώρες και λαούς, δεν υπολογίζει θρησκείες και κοινωνικές ανισότητες.]
Όταν το διάβαζα μάλιστα, δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι ήταν βιβλίο που γράφτηκε το 1996 και εκδόθηκε το 2000, νόμιζα ότι ήταν το καινούργιο του Παπαθεοδώρου.
Εκ των υστέρων μου το είπε ο ίδιος ο συγγραφέας.
Ήταν το πρώτο του βιβλίο, κι έτσι του ζήτησα να μου γράψει για την όλη εμπειρία του...
Όταν πήγαινα Δημοτικό είχα γράψει τα πρώτα μου και συγχρόνως τελευταία μου ποιήματα. Εκεί, κατά την Τετάρτη-Έκτη με είχε καταλάβει ένας φοβερός οίστρος. Έγραφα πάντα με άψογη ομοιοκαταληξία (προτιμούσα το σταυρωτό στίχο, από το ζευγαρωτό ή τον πλεκτό), με θεματολογία και νοήματα που βεβαίως είχαν όλα τα στερεότυπα της ηλικίας: Φύση, ζώα, φίλοι, σχολείο, οικογένεια, παππούδες. Μη με ρωτάτε όμως γιατί έγραφα τότε, έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια και δε θυμάμαι. Θυμάμαι όμως πως εκείνη η εποχή ήταν η πρώιμη δημιουργική μου περίοδος, αφού εκτός από την ποίηση ασχολιόμουν και με την ξυλογλυπτική, έκοβα δηλαδή με ένα πριονάκι, διάφορα σχέδια που υπήρχαν σε κόντρα πλακέ, τα οποία και θαύμαζα για μέρες. Τα κόντρα πλακέ πετάχτηκαν βέβαια συλλήβδην αργότερα, το τετράδιο όμως με τα ποιήματα το έχω ακόμα κάπου, σκονισμένο και κιτρινισμένο, ως δείγμα και ανάμνηση μιας δημιουργικότητας που χάθηκε μετά για πάρα πολλά χρόνια.
Με το που μπήκα στο Γυμνάσιο, τελείωσε η πρώιμη αυτή δημιουργική περίοδος, ίσως μια για πάντα, όπως νόμιζα εγώ τότε, αφού το είχα ώρες-ώρες άχτι να κάνω κάτι δημιουργικό και δεν μπορούσα. Από μουσικά όργανα δεν σκάμπαζα καθόλου, αθλητισμό δεν έκανα, ήμουν απλά ένας καλός μαθητής χωρίς περαιτέρω ενδιαφέροντα. Το γεγονός βέβαια σχετικά με τα ποιήματα που παράτησα ήταν ότι ενώ στο Δημοτικό είχα μια τεράστια αυτοπεποίθηση από τις εκθέσεις που έγραφα (του στυλ: «Η ροδοδάκτυλη αυγή ξεπρόβαλε στον κατάμαυρο ουρανό με το άρμα της, που έσερνε τις ακτίνες του υπέρλαμπρου ήλιου», ή πάλι, «η άνοιξη ήρθε και σαν μια νεράιδα άπλωσε το καταπράσινο πέπλο της από λουλούδια σε όλη τη γη»), στο Γυμνάσιο, στη Γερμανική, έπεσα πάνω σε μια φιλόλογο, τη Ρ.Μυλωνά, η οποία ΕΥΤΥΧΩΣ με τάραξε στο 13άρι και 14άρι στην έκθεση, μέχρι που να αποφασίσω να παρατήσω το παιδαριώδες στυλ. Και από πείσμα το παράτησα κι άρχισα να γράφω πιο στρωτές και «γήινες» εκθέσεις. Ναι, αυτή η φιλόλογος με επηρέασε στον τρόπο γραφής μου.
Το πρώτο μου βιβλίο-βιβλίο το έγραψα όμως με το που τέλειωσα το Ναυτικό, στην τρυφερή και άγουρη ηλικία των 28 ετών. Το ενδιαφέρον είναι ότι, αντίθετα με πολλούς που στην αρχή πεισμώνουν να γράψουν κάτι και μετά βαριούνται να το συνεχίσουν, εγώ ακολούθησα την ακριβώς αντίθετη πορεία: Βαριόμουν κάποιες μέρες τόσο πολύ, εκείνο το μακρύ καλοκαίρι της απόλυσής μου από το στρατό, που κάθισα να γράψω και μετά πείσμωσα να το τελειώσω. Συνεπώς στην αρχική ερώτηση θα απαντούσα απλά με ένα «βαριόμουν», αλλά το «δίδαγμα» όλης αυτής της ιστορίας είναι πως κατάφερα να δώσω μια δημιουργική διέξοδο στην πλήξη μου, να τη διοχετεύσω κάπου και να ανακαλύψω πως μπορώ να κάνω και κάτι άλλο πέρα από τα καθημερινά. Κάτι που τότε με είχε ευχαριστήσει αφάνταστα, μου γέμιζε ώρες αλλά με γέμιζε και σκέψεις. Οπωσδήποτε ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα.
Το βιβλίο –ενηλίκων- είχε όλα τα κλισέ (κι όταν λέμε όλα εννοούμε όλα) που περιστρέφονται γύρω από σχέσεις, δουλειά, ξενύχτια, ταξίδια, κάτι σαν πρώιμο σήριαλ του Παπακαλιάτη σε μεσοαστικό φόντο. Σαν πλοκή το θεωρούσα σχετικά καλό, ακόμα το θεωρώ, αλλά σαν τεχνική και ως προς τους χαρακτήρες και διαλόγους, προτιμώ να το ξεχάσω. Αυτό άλλωστε έκαναν και όλοι οι εκδοτικοί οίκοι στους οποίους το έστειλα: Το απέρριψαν απαξάπαντες, και εννοείται πως το ξέχασαν, αφού μου επέστρεψαν σχεδόν όλες τις κόπιες, ώστε να μην έχουν τίποτα στα γραφεία τους, που να τους το θυμίζει. Προφανώς όσες κόπιες δεν μου επεστράφησαν, πετάχτηκαν.
Και πάλι πείσμωσα και πάλι δεν τα παράτησα. Έτσι όταν περίπου ένα χρόνο μετά κι έχοντας προσληφθεί σε τράπεζα, βρισκόμουν σε ένα job-rotation στο ταμείο, περνά η Ελένη Δικαίου και αφήνει στην ταμία την προκήρυξη για το διαγωνισμό της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς του 1996. Μπορεί να σκυλοβαριόμουν παρακολουθώντας τις τραπεζικές εργασίες, αλλά το μάτι μου έπεσε αμέσως στην προκήρυξη, την οποία η ταμίας έβαλε γρήγορα, από ντροπή, στο συρτάρι. Η συνέχεια είναι απλή: Τη ζήτησα, τη διάβασα, κάθισα κι έγραψα τη «Σχολική Παράσταση» που πήρε έπαινο από τη Γ.Λ.Σ. εκείνη τη χρονιά εκδόθηκε αργότερα από την ΕΣΤΙΑ και επανακυκλοφόρησε τον Ιούνιο 2013 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη μόλις μου ανακοινώθηκε ο έπαινος, η απογοήτευσή μου εξίσου μεγάλη όταν το βιβλίο εκδόθηκε με τέσσερα χρόνια καθυστέρηση παρόλο που είχε θεσμοθετηθεί από την ΕΣΤΙΑ και περίμενα (αδημονούσα) να βγει νωρίτερα, καθώς και όταν έβλεπα πως οι πωλήσεις του τότε και για αρκετά χρόνια ήταν απογοητευτικές.
Ναι, μερικά πράγματα οφείλονται στην τύχη: Τύχη ήταν που έπεσε στα χέρια μου η προκήρυξη, τύχη που ήρθε η Ελένη εκείνη τη μέρα στην τράπεζα. Από τύχη ασχολήθηκα με την παιδική και νεανική λογοτεχνία.
Άλλα πράγματα οφείλονται στο πείσμα: Απογοητεύτηκα αρκετές φορές, αλλά δεν τα παράτησα. Ίσως τρέναρα ορισμένα πράγματα, ίσως άλλα τα έκανα με μισή καρδιά λόγω της απογοήτευσής μου, αλλά συνέχισα να προσπαθώ.
Και κάποια άλλα οφείλονται σε μια περίεργη αποφασιστικότητα: Θεωρώ όντως περίεργο που άρχισα να γράφω, θέλοντας να ξεπεράσω την, έστω και παροδική, πλήξη που ένιωθα εκείνη την περίοδο.
Αλλά πάνω απ’ όλα συνειδητοποιώ, μετά από χρόνια, αυτό το κλισέ που λέγεται πολλές φορές από τους συγγραφείς: Ένιωθα την ανάγκη. Μάλλον κι εγώ είχα κάποια ανάγκη να κάνω κάτι διαφορετικό τότε, να αλλάξω σελίδα, να περάσω από την ξένοιαστη και χωρίς ευθύνες εποχή του σχολείου, των σπουδών και –γιατί όχι;- του στρατού, σε κάτι άλλο (και δεν εννοώ με αυτό πιο υπεύθυνο, απλά «κάτι άλλο»).
Η «Σχολική Παράσταση» εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 2000, λίγες μέρες πριν εκπνεύσει το έτος. Την αφιέρωσα στην πρώτη μου φιλόλογο, που χρόνια μετά κατάλαβα πως και «πώς» με είχε αλλάξει…
σχόλια