Ένα πολύ κοντινό μου πρόσωπο (ο ΔΔ), μου έστειλε το παρακάτω προσωπικό κείμενο που έγραψε. Τον ευχαριστώ.
Αγάπησα (-αγαπήσαμε) τον ήχο του μπουζουκιού απ’ τα παλιά ρεμπέτικα, που έπνεαν σαν λυτρωτικό αεράκι και χάιδευαν τη σαστισμένη μέσα στο ασφυκτικό μικρο -και μεσοαστικό- πλαίσιο της εποχής συνείδησή μου. Η μορφή ήταν, νομίζω, στα τραγούδια αυτά το κυρίαρχο στοιχείο: ο στιχος είχε από μόνος του μια μουσικότητα, οι συλλαβές των λέξεων γίνονταν οι νότες ενός ελκυστικού κομματιού, το περιεχόμενο δεν το εξέταζα και πολύ πολύ –αν το είχα κάνει, θα είχα δει πως όχι σπανια χαρακτηριζόταν από ένα πνεύμα αντιδραστικό, εγωιστικό, στενόκαρδο και στενόμυαλο, σίγουρα πάντως έξω από τα δικά μου δεδομένα. Αγάπησα επίσης τον ήχο του μπουζουκιού από τον τρόπο που κάρφωνε σαν πρόκες τους φθόγγους του στη σκληρή σανίδα της φωνής του Μπιθικώτση, στα τραγούδια του Θεοδωράκη. Εδώ κοιτούσα και το περιεχόμενο, το στήθος φούσκωνε από τον διαφαινόμενο θρίαμβο του δίκαιου, του αγνού, του καλού.
Κι ύστερα ήρθε η φθορά, και μαζί της, για μένα, ο κορεσμός. Οι πεννιές, τετριμμένες πια, σύμβολο μιας λεβέντικης, νταηλίδικης, φωνακλάδικης, αυθαίρετα περήφανης ελληνότητας – όλα αυτά στα δικά μου τα μάτια, εννοείται –, έντυναν με έναν τρόπο πανομοιότυπο το κάθε τραγούδι, την κάθε ταινία, γίνονταν στην πεζότητα των δρόμων τους κουραστικές, βαρετές. Κι αυτό ήταν το λιγότερο, γιατί με τον καιρό έγιναν εκκωφαντικά ηλεκτρικές, παρέδωσαν την όποια υπόληψή τους σε απίστευτα κακότεχνα καψουροτράγουδα και σε μια στημένη μαζική παράκρουση, στην οποία αν συμμετείχες ένιωθες πως διασκέδαζες. Λυπάμαι, αλλά απώθηση νιώθω πια στο άκουσμα του ήχου του μπουζουκιού.
Και ήρθε η προχθεσινή νύχτα. Πολύ μετά τα μεσάνυχτα. Κείτομαι στο κρεβάτι, άυπνος, με έναν περίεργα γαλήνιο τρόπο. Ίσως είναι οι φωτογραφίες που ανέβασε ο Άρης στο σάιτ και είδα λίγο πριν. Που έφεραν με τόση ζωντάνια και ένταση μια ολόκληρη εποχή, τόσο γλυκιά στην ανάμνηση, τόσο μεστή σε αισθήσεις και αισθήματα. Ίσως πάλι να ήταν το γεγονός ότι ακόμη λίγο πιο πριν, με το γκολ του Κατσουράνη, είχα για κάποια λεπτά την αίσθηση ότι μπορεί σε λίγο να περπατώ στους δρόμους μιας πόλης μεθυσμένης. (Απεχθάνομαι τις εκδηλώσεις πίστης και λατρείας σε οποιοδήποτε σύμβολο, σε οποιοδήποτε αφαιρετικό και γενικευτικό έμβλημα, που έχει την αξίωση να αποδώσει μια τόσο πολυμορφική και πολύπλοκη πάντα πραγματικότητα. Στην περίπτωση όμως της ομάδας κάνω λίγο τα στραβά μάτια – κακώς, θα μου πείτε, και θα ‘χετε δίκιο.)
Κάτω λοιπόν από την ορθάνοιχτη μπαλκονόπορτά μου, το πάρκο τής πάνω, της βόρειας μεριάς τής Ροτόντας, και μέσα του, στα πεζούλια και τα χορτάρια, σαν τσαμπιά στην κληματαριά, οι παρέες των κοριτσιών και αγοριών, οι κουβέντες τους, τα γέλια τους, που φτάνουν στα αυτιά μου σαν μακρινό βουητό νερού που τρέχει. Και μέσα από τον αχό αυτόν ξεπροβάλλει ο ήχος ενός μπουζουκιού: γλυκύς, χαμηλόφωνος, κελαρυστός – απαλός. Η γυναικεία φωνή που το συνοδεύει αβίαστη, σωστή και ευχάριστη, γλυκειά και απαλή, κι αυτή. …τι όμορφη που είσαι όταν κλαις… –ακούω και πάλι τη μορφή, δεν πολυδίνω σημασία στο μοχθηρό περιεχόμενο: … ακόμη λίγο κλάψε και σου πάει…
Μέχρι σχεδόν το χάραμα ο ήχος αυτός, φιλτραρισμένος από τον θόλο του γιγάντιου δέντρου, μου κρατά συντροφιά και, το κυριότερο, με φιλιώνει και πάλι με το άκουσμα του εν λόγω οργάνου. Για λίγο οι ροκ συγχορδίες που στοιχειώνουν συνήθως το αυτί τού μυαλού μου, αυτές που φορές φορές προσπαθώ κουτσά στραβά να αποδώσω στην κιθάρα μου, έχουν σιγήσει. Ακούω και ευφραίνομαι. Κι αναρωτιέμαι τι μ’ έχει πιάσει.
Και κάποια στιγμή καταλαβαίνω. Το όργανο παίζει απαλά, η φωνή είναι απαλή, δεν προσπαθούν να κυριεύσουν, να επιβληθούν, να επικρατήσουν, να βάλουν φωτιά, να τρελάνουν, να τσακίσουν, να γκρεμίσουν, τηρούν τον απαλό ρου τού αίματος στις φλέβες μου, τον ρυθμό που θα ‘παιρνε η ζωή γύρω μας, αν στεκόταν για λίγο να στοχαστεί, να βρει τι αξίζει περισσότερο. Μετά από πολύ πολύ καιρό νιώθω να σπάει η απέραντη μοναξιά κι η απελπισία μου που μου προκαλούσε το τριγύρω πέλαγος αδιαλλαξίας, άκρατου υποκειμενισμού, εγωιστικής διεκδικητικότητας, μανιασμένης μισαλλοδοξίας, τύφλωσης και άκριτου φανατισμού. Και μπορεί να φαίνεται γελοίο, όμως όλο αυτό το έχει πετύχει μια λέξη, μια λέξη που εκπέμπεται από κει κάτω και αναβοσβήνει μέσα μου σαν γλυκόφωτη επιγραφή νέον. Η λέξη: απαλά.
δδ
σχόλια