Δευτέρα, 10:30 μ.μ, πλατεία Καρύτση, για ποτό πάνω από τα στριφτά μας (τα τσιγάρα κοστίζουν είπαμε)
Έχουμε ισορροπήσει κάπως στραβά στα σκαμπό - εγώ προσπαθώ να μάθω να φτιάχνω στριφτά (πρόκειται για γελοίο θέαμα, είχα ξεχάσει ότι χρειάζεσαι φιλτράκια και μου πέφτουν οι καπνοί από το μπαρ), όταν ο Κ. μου λέει: «Χτες έγινε χαμός στο κυριακάτικο τραπέζι. Πρώτα άρχισε η γιαγιά μου ως νοσταλγός του ροκ εν ρολ, που μας έλεγε ότι πριν το '80 τα πράγματα ήταν καλύτερα. Μετά ξεσηκώθηκε ο αδερφός μου, που άρχισε να μου λέει ότι είμαι ένας καπιταλιστής που ζει με βρόμικο χρήμα. Στο τέλος μου φώναζε εξαγριωμένος «οι μέρες της αφθονίας σας είναι μετρημένες». Σκάω στα γέλια πάνω από τους καπνούς. Έχω δει τον αδερφό του μια φορά μόνο - είναι 24 και μοιάζει με τον Πατσατσούφα. «Μα δεν καταλαβαίνεις; Κάθεται στον καναπέ μου, βλέπει την τηλεόρασή μου, οδηγεί το αμάξι μου, όλα αυτά αγορασμένα με τα βρόμικα λεφτά του καπιταλισμού, τον χαρτζιλικώνω και μετά μου τη λέει κιόλας». Μου φαίνεται πάρα πολύ αστεία η ρετσινιά του καπιταλιστή για τoν Κ. (πρόκειται για έναν τίμιο ηλεκτρολόγο - ψηφοφόρο του Συνασπισμού), ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι δεν έχουμε πλέον να πληρώσουμε τους λογαριασμούς μας κι ότι δεν ζήσαμε ποτέ μας και καμιά φοβερή αφθονία εδώ που τα λέμε. «Και η μητέρα σου τι έκανε ρε Κ.;», του λέω. «Μας σέρβιρε διακριτικά μπριζόλες».
Σάββατο μεσημέρι, στο σπίτι
Με το που ανοίγω τα μάτια μου βρίσκω τα απελπισμένα μηνύματα του Στέφανου στο κινητό μου. Ξέρω τον Στέφανο, τον στυγνό πολιτικό αναλυτή από 10 χρόνων - τον έβαζα με το ζόρι να κάνει πασαρέλα την ώρα που περιμέναμε το σχολικό λεωφορείο με μπλε φόρμες γυμναστικής πάνω σε χωμάτινα βουναλάκια (ήταν ο Στεφάν και ήμουν η Βερόνικα. «Και τώρα ο Στεφάν. Έλα Στεφάν, στρίψε λίγο. Και, ναι, κυρίες και κύριοι, η Βερόνικα με μοντελάκι "Ήρθε πάλι η άνοιξη"»). Διαβάζω το πρώτο μέσα από μισόκλειστα μάτια: «Είναι η πολυθεματική συνδιάσκεψη της Νέας Δημοκρατίας στο Κάραβελ. Σε παρακαλώ, λυπήσου με και πες μου ότι θες να πάμε για καφέ». Του απαντάω ότι θα τον περιμένω στις 6:46 στο Σύνταγμα. Λίγο πριν φτάσει, τα ΜΑΤ αρχίζουν να κλείνουν τον δρόμο. Είχα ξεχάσει τελείως ότι σήμερα είναι το Gay Pride. Και, ω του θαύματος, με το που φτάνει με το γαλάζιο κολλαριστό του πουκάμισο, τη δερμάτινη ζώνη και το σιδερωμένο του τζιν στρίβει από τη Σταδίου η πομπή του Pride. «Τι είναι αυτό;», μου λέει και κοιτάει γύρω του σαν χαμένος. «Είναι το Gay Pride», του φωνάζω πάνω από τη μουσική και αρχίζω να τρέχω όλο χαρά. «Μα πού πας;», μου λέει κι αρχίζει να με ακολουθεί νευρικός ανάμεσα από κόσμο που χορεύει τυλιγμένος με σημαίες και πανό που γράφουν «είμαστε παντού» και άρματα με άντρες που φοράνε πούλιες και ροζ περούκες. Σε ένα από τα άρματα, ανάμεσα από ναυτάκια και μια κυρία με ξανθιά περούκα και ροζ φόρεμα Μαρίας Θηρεσίας, βρίσκεται και η κ. Λουκά που κρατάει μια φωτογραφία του Ιησού στο χέρι. Ο Στέφανος με κοιτάει με βλέμμα στρέιτ απόγνωσης. Προσπαθώ να μη γελάσω. «Έλα βρε χαζό», του λέω και τον τραβάω από τoν ώμο κι αρχίζουμε να τρέχουμε προς την Κολοκοτρώνη.
σχόλια