Ξεκίνησε να βγαίνει στα κλαμπ από το 1973. Θυμάται, όταν πήγαινε σχολείο στην Πλάκα, ακολούθησε μια μέρα, σχεδόν υπνωτισμένος, μια παρέα νέων που ήταν ντυμένοι αλλιώτικα -κάτι σαν hell's angels- και πήγαιναν σε ένα καφενείο που λεγόταν Φιλομούσα. Έμεινε να τους παρακολουθεί και να χαζεύει τα τυπάκια που άραζαν στο Χρυσό Κλειδί και στο Folk 17, ψυχεδελικά χίπικα μαγαζιά της δεκαετίας του ‘70. Τους άκουγε να μιλάνε για τα Μάταλα και τις Ινδίες. Από μέσα ακούγονταν στα ηχεία οι Who, ο Bowie, η Joplin. Από τότε είχε μια τάση για το διαφορετικό. Δεν τον «τραβούσαν» τα μαγαζιά που έπαιζαν ντίσκο και σύχναζαν καμάκια, όπως στις Καρυάτιδες και στον Απόλλωνα. Ξεκίνησε λοιπόν να βγαίνει στο Trip, που αργότερα μετονομάστηκε σε Οδύσσεια. «Είχαν τότε πρόβλημα με την αστυνομία που έλεγε, γιατί το λένε trip, από τα τριπάκια;».
«Το πρώτο μου πάρτι το έκανα στο Rodeo της οδού Χέιδεν, κοντά στην πλατεία Βικτωρίας. Ήταν ένας τρόπος για να ξεφύγω από τη βαρετή και συνηθισμένη μουσική που έπαιζαν τότε τα μαγαζιά στην Αθήνα. Ήταν η τελευταία Δευτέρα του Δεκέμβρη του ‘82. Έβγαλα και το πρώτο μου flyer τότε. Έψαχνα λοιπόν να βρω ένα όνομα και θυμήθηκα μια αφίσα που είχα από τους Southern Death Cult, ένα γκόθικ συγκρότημα της δεκαετίας του ‘80. Κράτησα το cult, που σημαίνει λατρεία, και στο flyer έγραψα: «Last Solution and Cult present cult nightmoves, live music, performances and videos». Ο Παύλος Σιδηρόπουλος με θυμότανε από τη συναυλία Crazy Love στου Ζωγράφου που είχα διοργανώσει μαζί με τον Δημήτρη Πουλικάκο και ήθελε να με στηρίξει για να μη με πιάσουν κορόιδο, έτσι άσχετος που ήμουνα από τη νύχτα. Καθόταν λοιπόν στην είσοδο και έκοβε αυτός τα εισιτήρια. Η μουσική που έπαιζα τότε ήταν Kraftwerk, Bauhaus, Joy Division, Fela Kuti, Marc Bolan και, γενικά, πειραματική μουσική της εποχής εκείνης. Πήγε καλά η πρώτη μέρα και έτσι τις καθιέρωσα τις Δευτέρες εκεί».
DIY
Ο Χρήστος έφτιαξε μόνος του τη διακόσμηση. Κατασκεύασε ένα κολλάζ με φωτογραφίες από ξένα περιοδικά που έδειχναν κλάμπερς από τη Μ. Βρετανία και το τοποθέτησε πίσω από το ταμείο. «Το βράδυ που ο πατέρας μου κοιμόταν, έπαιρνα την ασπρόμαυρη τότε τηλεόραση του και την έβαζα στο μαγαζί να παίζει ταινίες του Ταρκόφσκι στην είσοδο. Στην πόρτα έβαλα την Ιωάννα -που αργότερα έκανε καριέρα ως πορτιέρισσα- να κρατάει ένα μαύρο κερί και να κατεβάζει από τη σκάλα τους πελάτες στο υπόγειο, όπου ήταν το κλαμπ. Αριστερά και δεξιά είχα βάλει ένα συρματόμπλεγμα, όπου το φως ήταν επίτηδες κομμένο στη σκάλα, για να φέγγει μόνο το κερί της Ιωάννας. Όταν τελικά έφταναν κάτω, μπροστά τους υπήρχε ένα κάδρο με φωτό του τραγουδιστή των Bauhaus. Πολλή "γκοθίλα" σου λέω»
Το ταβάνι ήταν καλυμμένο με κόκκινες κουρτίνες και το μπαρ καλυμμένο με άσπρο τούλι, το οποίο παγίδευε τον καπνό από το καπνογόνο του μπαρ, απ' όπου έβγαινε καπνός όποτε ακουμπούσες το ποτό σου. Στο βάθος υπήρχε μια τηλεόραση -αυτή ήταν έγχρωμη- που προέβαλλε ταινίες όπως το Ζabrinskie Point του Αντονιόνι, το Σατυρικόν του Φελίνι, το Ziggy Stardust με τον Bowie. Στα Cult του Χρήστου ήταν που πρωτοεμφανίστηκαν live οι Last Drive. «Είχαν πολλούς φαν που σύχναζαν στα πάρτι μου. Οι περισσότεροι έρχονταν μόνο και μόνο για να βρίσκονται κοντά τους, κυρίως στον Αλέξη που είχε πολλές κατακτήσεις. Έπαιζαν επίσης πολλοί guest DJs, όπως ο Χρήστος Δασκαλόπουλος και ο LoFi, και σύχναζαν "ροκαμπιλάδες", "γκοθάδες" και κάποιοι τύποι από τα media. Κάποια στιγμή βρήκα και αγόρασα 6 νυχτερίδες και τις άφησα ελεύθερες στο σκοτεινό υπόγειο. Ο σκοπός ήταν να μπλέκονται μέσα στα ξασμένα μαλλιά των γκοθούδων, αλλά αυτές πήγαν και κάθισαν σε απόμερες γωνιές πάνω στο ταβάνι και δεν τις έβλεπε κανείς». Το ‘84 τα πάρτι σταμάτησαν. «Είχαν έρθει κάτι τύποι και μου ζήτησαν να κάνουμε ένα πάρτι με ska reggae μουσική και εγώ είπα εντάξει. Το μετάνιωσα όμως το ίδιο βράδυ, όταν είδα να σκάνε στο μαγαζί "σκινάδες" που κοιτούσαν τους υπόλοιπους με άγριες διαθέσεις. Η βραδιά τελείωσε σχετικά ήρεμα και αποφάσισα να μην ξανακάνω πάρτι εκεί για να αποφευχθούν τα επεισόδια».
Hype νύχτες
Το 1987 ο Χρήστος βρίσκει μια χαρτοπαικτική λέσχη στο Λυκαβηττό και εκεί ξεκινά μια καινούργια σειρά από πάρτι, που πλέον ονομάζονται Jungle. « Όλο λέγανε -και λένε- "ζούγκλα" η Αθήνα. Από κει πήρα το όνομα». Η λέσχη αποκτά μηχανήματα, φωτισμό και ήχο και το όνομα Lycabettus club. «Η μουσική κατεύθυνση άλλαξε πια. Άρχισα να ανακαλύπτω τη house του Σικάγο και την ηλεκτρονική μουσική γενικότερα. Προσπαθούσα να αλλάζω τη διακόσμηση κάθε Σάββατο και γρήγορα τα πάρτι έγιναν talk of the town». Μετά από ένα χρόνο περίπου, τα Jungle μεταφέρονται στην Αίγλη του Ζαππείου. Ταυτόχρονα, ανακαλύπτει ένα καινούργιο χώρο, όπου διοργανώνει τα πρώτα after-party. O Θόλος ανοίγει στις 3 τα χαράματα, ώρα που τα υπόλοιπα μαγαζιά έκλειναν. Ένα χρόνο μετά ο Θόλος μετονομάζεται σε Alarm και του προτείνεται συνεργασία σε μόνιμο πλέον κλαμπ. O Χρήστος αρνείται και συνεχίζει τα κινητά του πάρτι. Το 1988 κάνει το πρώτο του πάρτι στο Ρόδον και συνεχίζει εκεί για ένα χρόνο. Σε ένα από τα πάρτι εμφανίστηκε ο Coti K με το συγκρότημα που είχε τότε, τους DATA DATA. Μετά ήρθαν τα after-party στο Down Town στην Φιλελλήνων. «Επειδή ήταν ημι-παράνομα, ο κόσμος έμπαινε από την πίσω μεριά. Γενικώς μετακινούμασταν συνέχεια τότε, γιατί ερχόμασταν συνεχώς σε ρήξη με τους μαγαζάτορες που μας προβοκάρανε. Έτσι, ενώ μπορεί να είχε προγραμματιστεί πάρτι σε ένα μαγαζί, το ίδιο βράδυ αποφασίζαμε να αλλάξουμε τοποθεσία. Φαντάσου ότι τότε δεν υπήρχαν κινητά και όλα αυτά μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα. Κι όμως όλοι το μάθαιναν και έρχονταν. Κάποια στιγμή είχα βρει ένα παλιό υπόγειο ζαχαροπλαστείο δίπλα από το ξενοδοχείο King George, στο Σύνταγμα, και ξεκίνησα μια σειρά από after-party εκεί. Την ίδια περίοδο έκανα πάρτι σε οικοδομές».
Το 1989 έκανε κάποια πάρτι στο Εργοστάσιο στη Βουλιαγμένης. «Τη διακόσμηση για τα πάρτι μου την έκανε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Τεράστιες σαύρες από παπιέ μασέ και κουρτίνες από κεφάλια κούκλων. Υπήρχε ένα hype τότε. Έσκαγε ο Βασίλης Ζούλιας ντυμένος μαύρη χήρα. Ήταν όλοι μια παρέα: η Μάρα Δεσύπρη, ο Βαγγέλης Κύρης, ο Σίμος Κεδίκογλου, ο Άρης Τερζόπουλος, η Λάουρα ντε Νίγκρις, ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος».
Φυσιολογικές ακρότητες
Τα χρόνια περνούσαν και τα πάρτι συνεχίζονταν. Ο κατάλογος είναι μακρύς. Το 1990, παραμονή Πρωτοχρονιάς διοργάνωσε πάρτι στο ξενοδοχείο Holliday Inn στη Μιχαλακοπούλου. Όσοι ήταν παρόντες έχουν ως ενθύμιο ένα κουτί που είχε μέσα μια μιξαρισμένη κασέτα. Συνέχισε με πάρτι στο Άλσος στο Πεδίου του Άρεως, στο Faz της πλατείας Μαβίλη, στο gay κλαμπ Alecos island στο Κολωνάκι. Το 1991, στο κλαμπ Tessera στην Πειραιώς, όταν ξεκίνησε μια σειρά από Jungle party του, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά οι Στέρεο Νόβα. «Την περίοδο του Πάσχα του 1994, στο Loft της Μυκόνου, είχα καλεσμένο τον Leigh Bowery, θρυλική avant-garde φιγούρα κατά τις δεκαετίες ‘80 και ‘90. Η performance του ήταν μια γέννα, κατά κάποιον τρόπο, μια ωδή στην ταινία του John Waters Female Trouble. Είχε λοιπόν μασήσει πιο μπροστά ένα σωρό εφημερίδες και σοκολάτες και ξέρασε μέσα στο στόμα μιας γυναίκας ντυμένης "καθολική μοναχή", την οποία είχε ο ίδιος... γεννήσει λίγο νωρίτερα. Είχαν όλοι φρικάρει με το σόου και η τοπική κοινωνία ακόμα περισσότερο, σημειωτέων, ήταν Κυριακή του Πάσχα. Όλοι μιλούσαν γι' αυτό, αλλά κανείς δεν ήξερε ότι ο καλλιτέχνης υπήρξε μοντέλο του ζωγράφου Lucian Freud».
Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1993, στο πλαίσιο μιας σειράς πάρτι στο Rex, κάλεσε έναν περφόρμερ ονόματι Transformer. «Ο Τransformer ήταν γνωστός για τα κοστούμια του και για την ακραία του συμπεριφορά. Προσποιούνταν τη μελωδία του "God save the queen" και του "My way" κλάνοντας και αυτό ήταν το show του. Μια φορά που τον είχα βγάλει για φαγητό με έκανε ρεζίλι, όταν του ήρθε να βγάλει το πουλί του και να κατουρήσει μέσα σε ένα ποτήρι του κρασιού και μετά να το πιει. Αργότερα, ξάπλωσε στη μέση της Σταδίου και διέκοψε την κυκλοφορία του δρόμου. Μετά από αυτό σηκώθηκε, άνοιξε ένα σκουπιδοτενεκέ και ξεκίνησε να τρώει κάτι αποφάγια. Σκέψου τις αντιδράσεις του κόσμου στο δρόμο».
Ο Χρήστος δεν σταματά ποτέ. Συνεχίζει με πάρτι στη Μύκονο και σε όλη την Ελλάδα, προχωρά στα Βαλκάνια, φτάνει στην Ίμπιζα και από κει στην Ιαπωνία.«Στα πάρτι μου δεν μπορώ να πω ότι διασκεδάζω. Συνέχεια κοιτάζω τι γίνεται, αν πάνε όλα καλά. Όταν δεν κάνω πάρτι, σκέφτομαι το επόμενο. Δεν έκανα περιουσία οργανώνοντας πάρτι, αλλά κατάφερα να επιβιώσω μέσα από αυτά. Το ακριβότερο πάρτι που έκανα ήταν αυτό που έγινε το 1992 σε συνεργασία με το περιοδικό "i-D". Για να το κάνω δανείστηκα από τους γονείς μου 1,5 εκατομμύριο δραχμές και φυσικά μπήκα μέσα». Για τον Χρήστο το πάρτι δεν σταματά ποτέ. «Σκέφτομαι ποιο θα είναι το επόμενο 365 μέρες τον χρόνο. Δεν νομίζω ότι θα ησυχάσω ποτέ». Όπως δεν ησυχάζαμε κι εμείς τα βράδια που τραβολογιόμασταν στα jungle parties του σε υπόγειες τρύπες, γιαπιά, ετοιμόρροπες σκάλες και σκονισμένες αποθήκες.
__________________
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τευχος 144 της LIFO, τον Φεβρουάριο του 2009. Αναδημοσιεύεται εδώ, με ορισμένες προσθήκες.
σχόλια