Η δεκαετία μου: Το έργο cinemascope της ομάδας blitz
Όσα θα θυμάμαι από τα τελευταία δέκα χρόνια
Ήταν όλα πολύ διαφορετικά το 2010, όταν περιμέναμε στο χώρο του μπαρ του bios να ξεκινήσει το Cinemascope της ομάδας Blitz. «Η πόλη έχει κατάθλιψη» λέγαμε συχνά περπατώντας τις νύχτες στην σχεδόν άδεια Αθήνα. «Πότε θα γραφτεί το μυθιστόρημα της κρίσης;» ρώταγαν πολλοί. Πότε η τέχνη θα μιλήσει για αυτό που ζούσαμε; Και όντως ζούσαμε κάτι αλλιώτικο αφού είχαμε δει αστυνομικούς να σκοτώνουν εφήβους, την πόλη μας να καίγεται ξανά και ξανά, ακούσαμε για πρώτη φορά τη φράση «η γενιά των 500 ευρώ». Και πράγματι η τέχνη μίλησε. Δεν ξέρω αν το έχει κάνει μέσα από τη λογοτεχνία, στο θέατρο πάντως και στη μουσική το έκανε. Νέα πρόσωπα, νέοι χώροι, νέοι τρόποι έκφρασης, νέος ήχος, δάνεια από έξω και αυθεντικές ιδέες, όλα diy, όλα σε μικρές κλίμακες, όλα έστρεφαν το βλέμμα στον πειραματισμό και στην έρευνα. Είχαμε ανάγκη από ένα νέο κώδικα να διαχειριστούμε όλα όσα ζούσαμε. Δεν αρκούσε ο παλιός τρόπος. Το ψάξιμο, η μικρή κλίμακα, βοήθησε.
Το θυμάμαι συχνά. Σαν ένα παράδειγμα θεατρικής μαγείας, ειλικρίνειας και ταύτισης της τέχνης με έναν τρόπο ανώτερο με την πραγματικότητα.
Η ομάδα blitz το κατάφερε. Οι τρεις ηθοποιοί που ξεπήδησαν από την ομάδα του Μιχαήλ Μαρμαρινού έκαναν μια λαμπρή διαδρομή. Μεγάλο μέρος της δουλειάς τους είχε αξία, ταλέντο, ενθουσιασμό, ορμή και είμαι σίγουρος ότι στους θεατρόφιλους της πόλης η παρουσία τους έχει καταγραφεί, ίσως και να λείπει. Για μένα η καλύτερή τους στιγμή ήταν το Cinemascope. Μια ευτυχής σύμπραξη της ομάδας με το Φεστιβάλ Αθηνών και τον Βασίλη Χαραλαμπίδη του bios, έναν χώρο που έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από όση του έχουμε αποδώσει.
Το έργο αυτό, όπου οι θεατές παρακολουθούσαν τους ηθοποιούς μέσα από μια τζαμαρία να παίζουν στον πεζόδρομο και άκουγαν τα λόγια τους με τη βοήθεια ακουστικών, το θυμάμαι συχνά. Σαν ένα παράδειγμα θεατρικής μαγείας, ειλικρίνειας και ταύτισης της τέχνης με έναν τρόπο ανώτερο με την πραγματικότητα. Στο Cinemascope είχε φτάσει το τέλος του κόσμου. «Τι θα έκανες αν ερχόταν το τέλος του κόσμου». Θα έλεγες τα σ’ αγαπώ που δεν έχεις πει, θα σε σκέπαζε όλη η απελπισία της ύπαρξης, θα έμενες ακίνητος και παγωμένος, θα περίμενες μέχρι το τέλος ένα σωτήρα, θα ήξερες πως δεν υπάρχει σωτήρας; Οι ήρωες, στα όριά τους διαχειρίζονται το τέλος όπως μπορούν. Υπερβολικά νεύρα, υπερβολική χαρά, λύπη, χειρονομίες, πανικός, απόγνωση, χιούμορ.
Τα γραφεία της απέναντι πολυκατοικίας, το πεζοδρόμιο, τα δέντρα και τα φώτα έγιναν το σκηνικό. Τα αδέσποτα και οι περαστικοί, κομμάτι του έργου. Από κάπου άναβε ένα κόκκινο φως, ένα αστέρι έπεφτε από τον ουρανό, λίγος καπνός, ήταν αρκετά μαζί με τους ήχους που έβγαιναν από τα ακουστικά για να σε μεταφέρουν στο δυστοπικό αύριο που εσύ το ζούσες εκείνη τη στιγμή μέσα και έξω από το θέατρο.
Πάνω απ’ όλα αυτοί οι σπουδαίοι ηθοποιοί που με τόσο ωραίο και φλογερό τρόπο, δημιουργούσαν κάτι σπουδαίο σε ένα δρομάκι στον Κεραμεικό. Η Αγγελική Παπούλια ως τηλεφωνήτρια ερευνών να ρωτάει το κοινό ερωτήσεις για το τέλος του κόσμου: «Πιστεύετε ότι αυτό που συμβαίνει το τελευταίο διάστημα μας αξίζει; Ναι; Όχι; Ίσως;» «Πιστεύετε ότι τη στιγμή του θανάτου σας θα δείτε τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια σας; Ναι; Όχι; Ίσως;». «Είμαστε μόνοι, δεν υπάρχει τίποτα» λέει ένας άλλος ήρωας. Ευτυχώς οι θεατές και όσοι πίστευαν στην τέχνη και τη δύναμή της εκείνες τις δύσκολες μέρες δεν ήταν καθόλου μόνοι, είχαν το θέατρο και την φανταστική τολμηρή εναλλακτική σκηνή της πόλης που κατάφερε να ψελίσει κάτι για όσα ζούσαμε.
Μακάρι να ξαναβλέπαμε το Cinemascope. Απόψε κιόλας.