Οι στάλες κυλούσαν στο μέτωπό του. Το σαγόνι του σφιγμένο σ' ένα μόνιμο χαμόγελο. Αμηχανία. Παιδική. Κι εκείνα τα μάτια του, αχ, τα μάτια του, καίγανε ορθάνοιχτα στο βλέμμα της θλίψης. Μασούσε συχνά κανένα ξυλάκι κανέλα ή γαρίφαλο που έπαιρνε από τα μαγειρεία και μόνιμα στ' αυτί του κρεμόταν ένα κλαράκι βασιλικός το καλοκαίρι.
Αδύνατος κάτω από το φαρδύ λευκό του πουκάμισο, νόμιζες θα μετρήσεις τα κόκκαλά του. Και τα ψηλόλιγνα πόδια του καταλήγανε σ' εκείνα τα τεράστια παπούτσια που λες τον κρατούσαν όρθιο. Όλη μέρα. Μπορεί και δεκαέξι ώρες. Μέσα στο σιδερωτήριο. Γλυκά σοκολατένιος μέσα σ' εκείνους τους σωρούς από τσαλακωμένα λευκά σεντόνια και πετσέτες. Εγώ του τα κατέβαζα λίγα λίγα από τα δωμάτια. Και μου γελούσε. Ολόκληρος. Εκτός από 'κείνα τ' απόκοσμα σκούρα μπλε μάτια του. Που καρφώνονταν πάνω μου με περηφάνια. Στα υπόγεια του ξενοδοχείου. Summer Paradise. Στις ρίζες μιας ακρογιαλιάς της Ρόδου. Που τον έριξε το δουλεμπορικό μια χειμωνιάτικη νύχτα. Και τον βρήκανε τ' άλλο πρωί μισοπεθαμένο και μελανιασμένο στα χρωματιστά βότσαλα του γιαλού. Κάποιος προσπάθησε όσο τον ξυπνούσε να του πάρει το δαχτυλίδι με το τυρκουάζ που φοράει σαν τουρμπάνι στο χέρι του. Κι αγρίεψε τότε. Τον δάγκωσε. Και τον κλείσανε στα κρατητήρια.
Μέχρι που τον αφήσανε να βολοδέρνει μόνος στο νησί. Ένας ακόμη φερμένος από τα βάθη της Ασίας. Τον μάζεψε ένα από τα τσιράκια του κυρίου Ρίτση, του μεγαλοξενοδόχου του νησιού. Για πενταροδεκάρες τον έχει να δουλεύει είλωτας στα άδυτα του εκτυφλωτικού τουρισμού. Σιδερώνει ασταμάτητα. Με τα περίεργα αγγλικά του μοιράζεται πού και πού μαζί μου εκείνο τ' όνειρο. Να φύγει στην Ολλανδία. Κι έρχονται και φεύγουν ορδές οι Ολλανδέζοι στο Summer Paradise, αλλά χωρίς αυτόν, απλώς πιο κόκκινοι, πιο ξεφλουδισμένοι, πιο σταφιδιασμένοι και ξανθοί.
Κι εκείνος ξερακιανός, ολόκληρος μια ελπίδα. Να πάει να γίνει κηπουρός στις Κάτω Χώρες. Το αποφάσισε ένα απόγευμα της άνοιξης που περιπλανιόταν στ' Αφάντου και είδε όλη την παραλία γεμάτη ανθισμένα κρινάκια της θάλασσας. Έπεσε στην άμμο κι έπιασε να κλαίει, φιλώντας την. Από ευτυχία. Για το θαύμα που τον αξίωσε ο κόσμος να ζήσει.
Με πήρε ένα βράδυ από το χέρι και μ' ανέβασε σε μια άκρη απ' το δάσος με τις πεταλούδες. Με φακό. Φοβόμουν λίγο. Αλλά όχι εκείνον. Μην τυχόν και ξεσηκωθούν οι φτερωτές ψυχές και μας προδώσουν σε κανένα φύλακα. Αλλά εκείνες κοιμούνταν ακίνητες στα δέντρα. Και κάτω στη γη αυτός, αυτός ντροπαλά να μου δείχνει το καταφύγιό του. Ένας κήπος μυστικός. Από έναν άνθρωπο τόσο νηστικό και τόσο χορτάτο μαζί. Που τρέφει τις εξωτικές του ελπίδες, λεπίδες έτοιμες να τον κόψουν. Ορχιδέες και κρινάκια. Κλεμμένα από τους κήπους του ξενοδοχείου και σπιτιών. Και ρόδα. Πόσα τριαντάφυλλα. Και μυριστικά βασιλικά. Γλυκιά ρίγανη και δυόσμος. Στα κρυφά. Ένας ιππότης λαθραίος. Μετανάστης. Στο διάκενο της ζωής του. Με ρίζες παντού και πουθενά. Περιμένοντας βολβός ο ίδιος να φυτευτεί στην Ολλανδία. Με καμιά ουτοπική πτήση τσάρτερ από Ρόδο.
Έκτοτε είχαμε να μας ενώνει αυτή η συνωμοσία. Ότι μόνον εγώ ήξερα. Μα, ήταν αλήθεια όλα τούτα; Ή ζούσα μια ονειροφαντασία; Καμιά φορά το καλοκαίρι αποφασίζει να θερίσει εκείνο τους ανθρώπους. Τέτοιο ήταν κι αυτό. Είχα ρεπό μια μέρα –από τα σπάνια του Αυγούστου– και ξεραινόμουν στον ύπνο. Όταν ξύπνησα, αργά το απόγευμα, πετάχτηκα να τον βρω για να πούμε δυο κουβέντες. Δεν ήταν στο καμαράκι του. Δεν ήταν στα σίδερα ούτε στα πλυντήρια. Δεν ήταν στις κουζίνες. Δεν ήταν πουθενά. Μια προδοσία άρχισε να με ροκανίζει μέσα μου. Ο μήνας είχε σηκώσει το δρεπάνι του. Έτρεξα με λαχτάρα στις πεταλούδες. Είδα τα παπούτσια του να εξέχουν. Σκέφτηκα να πάω να τον σκουντήξω. Να κάνουμε παρέα. Στάθηκα. Το ολόλευκο πουκάμισό του ανέμιζε ανοιχτό. Οι πεταλούδες πετούσαν από πάνω του δαιμονισμένες. Και τα φυτά του όλα με σκυμμένα κεφάλια σε κείνον. Τα χέρια του αδειανά. Πιο άδεια από ποτέ. Χωρίς το τυρκουάζ του και στη θέση του μικρού του δαχτύλου να χάσκει ένα κενό. Χαμογελούσε, αλλά στο στήθος του είχε ματώσει μια πληγή και είχε πνίξει τα βασιλικά και τις τσαλαπατημένες μαργαρίτες που όποιος τον σκότωσε για ένα δαχτυλίδι, δεν νοιάστηκε για τη θυσία.
Στη δική μου καρδιά μια τρύπα από τότε. Ο κήπος του δεν θα υπάρχει πια. Δεν τολμώ να μάθω. Αλλά σε τούτο το μικρό κι υγρό μπαλκόνι μου, κρατάω μια γωνιά μόνο για κείνον. Με όλα τα φυτά του κόσμου. Μέσα στις γλάστρες χώνω καμιά φορά κανένα ξυλάκι κανέλα και γαρίφαλο, προσφορά στη θύμηση της οσμής του. Και φαντάζομαι τις πεταλούδες να τον παίρνουν από το Summer Paradise, να τον σηκώνουν ανάλαφρα μην τον ξυπνήσουν και να τον πηγαίνουν να τον αποθέσουν σ' ένα ανθισμένο λιβάδι στην Ολλανδία.
=====
Η ιστορία είναι προϊόν φαντασίας και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.
σχόλια