Αν ο Βάλτερ Μπένγιαμιν εξυμνούσε «το πάθος για αναμονή» που του δίδαξε η νωχελικότητα ενός καφενείου στο κέντρο του Βερολίνου, ο δικός μας Νίκος Καρούζος έλεγε ότι απολάμβανε να πίνει καφέδες «χαζεύοντας πίσω από τις βιτρίνες τους καταναλωτές». Τα σκοτεινά υπόγεια, τα καφέ, τα αναγερτά σημεία της πόλης γεννούν τους ποιητές τους – με τον ίδιο τρόπο που η Αθήνα καθορίζεται ακόμα μέσα από τις συμβολικές μορφές της. Η ευφρόσυνη ακηδία του Κολωνακίου δεν νοείται χωρίς τα καφέ της, στα οποία θα δεις ακόμα να συχνάζουν περιώνυμοι ποιητές: ο Μιχάλης Γκανάς με τη σεμνή, χθόνια σχεδόν μεγαλοπρέπεια ή ο Αλέξανδρος Ίσαρης με τη ρομαντική αβρότητα. Κάπου στη μέση της διαδρομής, ανάμεσα σε Κολωνάκι και Εξάρχεια, αναφαίνεται και η εικόνα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ να σκαρώνει σαν κοφτερή λεπίδα στίχους ματωμένους πάνω σε ένα πλαστικό τραπεζομάντιλο με λουλούδια, σε αυτό το σκοτεινό δωμάτιο όπου δεν τη νοιάζει ποτέ αν θα εισβάλει το φως. Αρκεί που φωλιάζει από κάποια του γωνιά η έμπνευση.
Για τους ποιητές δεν έχουν, άλλωστε, σημασία οι ώρες της ημέρας, το φως ή τα σκοτάδια, ακόμη κι αν πρόκειται για εκείνους που κατάφεραν να προασπιστούν επάξια την ποίηση στην απόλυτη εξωστρέφειά της. Δύσκολα θα φανταζόσουν, φέρ' ειπείν, τον Χάρη Βλαβιανό να φοβάται να αφήσει την ποίηση να βολτάρει αγέρωχη, λίγο ειρωνική, σαν τσαχπίνα κόρη, στα θορυβώδη σημεία της πόλης. Σαν τις ντάμες που πηγαίνουν κι έρχονται στα σαλόνια του Τ.Σ. Έλιοτ, η ποίηση που προασπίζεται ο Βλαβιανός ξέρει πώς να είναι ειρωνική, ακριβώς επειδή δεν φοβάται να εκτεθεί σε διαφορετικούς ανθρώπους και περιβάλλοντα. Πιο πολιτικός ο Τίτος Πατρίκιος, αλλά εξίσου εξωστρεφής, αγάπησε την Αθήνα στην κυριολεξία της και στην απλότητά της – στην πιο σκληροπυρηνική αστικότητά της. Αντίστοιχα, πάλι, ο Γιάννης Κοντός εμπνεύστηκε από τα κομμάτια της Αθήνας ολόκληρες συλλογές (Ηλεκτρισμένη Πόλη), ανήμπορος να ξεχάσει σπίτια παλιά κι αγαπημένα, αφού «όλα έχουν τη μουσική τους και την ιδιαίτερη μυρωδιά τους».
Η Αθήνα είναι τελικά οι στίχοι των ποιητών που εξαντλούν τις αισθήσεις της, σαν ιδανική ερωμένη. Σε μια άλλη διαδρομή που ξεκινάει από την καρδιά του κέντρου για να φτάσει στο «βουλεβάρτο» των Πατησίων, ανάμεσα στα δέντρα και τα αναρίθμητα νεοκλασικά που τώρα χάσκουν εγκαταλελειμμένα, έστησε η Μαρία Λαϊνά το μικρό ποιητικό της βασίλειο. Στα Άνω Πατήσια της παλιάς αστικής Αθήνας μετοίκησε η γνωστή ποιήτρια από την Πάτρα και εκεί συνέλεξε τα πνευματικά θραύσματα μέσα από διαβάσματα και καθημερινές εικόνες. Σε ένα μέρος, δηλαδή, της Αθήνας που δεν εξαχνώθηκε πνευματικά με τα χρόνια αλλά διαμόρφωσε κύκλο χαμένων ποιητών: όχι τυχαία η Λαϊνά συναντούσε, λίγο πιο κάτω, στη Φωκίωνος Νέγρη τον Σαχτούρη, ο οποίος την αναγόρευσε στη σπουδαιότερη ποιήτρια της γενιάς της.
Γι' αυτό ίσως κι ένας νέος ποιητής όπως ο Γιάννης Δούκας επιμένει, μιλώντας κάποια στιγμή στη LiFO, πως η πόλη είναι το «έναυσμά μου, αφού με τρέφει τρώγοντάς με, αλλά με τρέφει», συνομιλώντας νοερά με μια άλλη ποιήτρια που μετέτρεψε την ασφυξία που επιφέρει το αστικό περίβλημα σε κατάθεση οδύνης (και ηδονής), φοβίας αλλά και ελευθεροφροσύνης. Η Κική Δημουλά δεν θα μπορούσε να γράφει πουθενά αλλού πέρα από ένα ανήλιαγο στενό της Κυψέλης, σε ένα διαμέρισμα που εκ των προτέρων φαντάζει σαν απειλή. Ιδού ο τρόπος που οι Αθηναίοι ποιητές μεταμόρφωσαν τις πιο σκληρές συνθήκες σε αφορμές για έμπνευση. Η πόλη καθρεφτίζει τα είδωλά της μέσα στους στίχους που μόνο οι άνθρωποι με τη λοξή ματιά μπορούν να δουν έστω και εξ αντανακλάσεως: ο Σαχτούρης έλεγε πως μόνο οι βόλτες στην πόλη τον έκαναν να δει μέσα στον «Μεγάλο Καθρέφτη» του τις σιωπές του Ντύλαν Τόμας αλλά και τις κραυγές μιας μεταβυζαντινής αγίας. Υπάρχουν, όμως, και οι αθόρυβοι εργάτες της ποίησης που δεν θα μπορούσαν παρά να κινούνται στο αστικό κέντρο, όπως ο «παλαίμαχος» ποιητής Σωτήρης Παστάκας ή ο Χρήστος Αγγελάκος, αλλά και ο εμπνευσμένος νέος Δημήτρης Αθηνάκης. Γιατί τελικά όλοι αυτοί αγάπησαν την Αθήνα στις αντιφατικές της εκφάνσεις και στην πιο αδυσώπητη αλήθεια της, όπως ο Γιώργος Σεφέρης αγάπησε κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού γι' αυτό «το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου / που μας άφηνε θαυματουργά στη θάλασσα την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες».
σχόλια