ΑΝ ΚΑΤΙ ΚΡΙΝΕΙ την επιτυχία ενός μηνύματος, είναι πάντα ο βαθμός της αυθεντικότητάς του. Κι αυτό ακριβώς ήταν που κατέστησε τόσο δημοφιλές το πρόσφατο διαφημιστικό σποτάκι, για λογαριασμό του ΕΟΤ, για το φετινό ελληνικό καλοκαίρι. Έλεγε εκείνο που όλοι όσοι έχουν ζήσει την εμπειρία του ελληνικού καλοκαιριού, Έλληνες και ξένοι, μπορούν να διαβεβαιώσουν: ότι είναι, πριν απ' όλα, μια κατάσταση ελευθερίας. Δηλαδή, μπορεί ο καθένας να το βιώσει και να το αντιληφθεί με καθαρά δικό του τρόπο. Και, κυρίως, να το φαντασιωθεί με όσους διαφορετικούς τρόπους επιθυμεί. Η επιτυχία του σποτ ήταν, με άλλα λόγια, ότι συμπύκνωσε σε μια σύντομη φράση μια αυθεντική εμπειρία στην άπειρη πολλαπλότητά της. Όσοι είναι δυνητικά και οι αποδέκτες του μηνύματος.
Πρόκειται, ασφαλώς, για μια φαντασιακή σύλληψη, για μια ιδεολογικοποίηση του ελληνικού καλοκαιριού, πολύ επιτυχημένη, αλλά χωρίς να είναι η πρώτη, όπως θα δούμε. Το ελληνικό ή ευρύτερα το μεσογειακό καλοκαίρι δεν είναι απλώς μία από τις εποχές του χρόνου, όπως όλες οι άλλες. Είναι ένα ειδικό πεδίο προβολής, γέννησης και καλλιέργειας πάσης φύσεως φαντασιώσεων, ατομικών και κοινωνικών, από Έλληνες και ξένους, που αντανακλούν κάθε φορά ένα διαφορετικό είδος εξιδανικευμένου εαυτού. Το ελληνικό καλοκαίρι μετατρέπεται έτσι σε έναν φαντασιακό χρονοτόπο που αφορά το πώς και ποιοι θα θέλαμε να είμαστε ιδανικά. Σε μια εκδοχή υπαρξιακής αναζήτησης, πάντως, όχι ναρκισσιστικής αυτοεπιβεβαίωσης.
Πρόκειται εν τέλει για μια πραγματωμένη ουτοπία που διαρκεί μεν λίγο κάθε φορά, προλαβαίνει όμως, λόγω των υψηλών εσωτερικών της εντάσεων, να δημιουργήσει ρηγματώσεις στον εαυτό και να προκαλέσει μικρότερες, αλλά ίσως διαρκέστερες μεταμορφώσεις που γράφουν μια για πάντα πάνω σου. Όταν μιλάμε για την περίφημη μεταφυσική του μεσογειακού καλοκαιρού, γι' αυτό ακριβώς μιλάμε.
Ένα βλέμμα ανοιχτωσιάς και ένταξης σε ένα συγκλονιστικά όμορφο φυσικό τοπίο, με όρους ανθρώπινης κλίμακας όμως. Απολύτως προσιτό και οικείο, και όχι απόκοσμο, όπως οι προορισμοί των εξωτικών παραδείσων του Ειρηνικού.
Είναι, ωστόσο, μια εσωτερική υπόθεση που έχει ευθεία επίπτωση στο πώς ξαναβλέπουμε τον έξω κόσμο. Διαμορφώνει παράλληλα και ένα άλλο βλέμμα για όποιον είναι έτοιμος να φύγει από τα στερεότυπα περί «γραφικών τοπίων». Ένα βλέμμα ανοιχτωσιάς και ένταξης σε ένα συγκλονιστικά όμορφο φυσικό τοπίο, με όρους ανθρώπινης κλίμακας όμως. Απολύτως προσιτό και οικείο, και όχι απόκοσμο, όπως οι προορισμοί των εξωτικών παραδείσων του Ειρηνικού. Είναι αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας που έχει υμνήσει, όχι άδικα, ο ποιητής. Λιτός, σκληρός, γι' αυτό έντονα υπαρξιακός.
Αν αυτά είναι τα διαχρονικά χαρακτηριστικά του, το ελληνικό καλοκαίρι δεν έχει ένα σταθερό και παγιωμένο νόημα μέσα στον χρόνο. Διαθέτει μια ενδιαφέρουσα ιστορικότητα που προέκυψε από τις διάφορες και διαφορετικές κοινωνικές του «χρήσεις».
Στην πραγματικότητα, έχουν υπάρξει τρεις διαφορετικές ιδεολογικές εκδοχές του ελληνικού καλοκαιριού στον ελληνικό 20ό αιώνα: η πρώτη στον Μεσοπόλεμο, η δεύτερη στη δεκαετία του '60 και η τρίτη χοντρικά από τη δεκαετία του '80-'90 και μετά. Η διαμόρφωσή του δεν υπήρξε μόνο αποτέλεσμα μιας εγχώριας κατασκευής αλλά και της επεξεργασίας του από το βλέμμα του ξένου επισκέπτη, που το οικειοποιούνταν κι εκείνος σαν να ήταν μια δική του, προσωπική υπόθεση. Πρόκειται για την άλλη γλυκιά ψευδαίσθηση του ελληνικού καλοκαιριού: ότι είναι εντελώς δικό σου, ωσάν να έχεις πάνω του ιδιοκτησιακά δικαιώματα, κάτι που ουδόλως μας ενδιαφέρει να διεκδικήσουμε για τις άλλες εποχές του χρόνου. Κάθε καλοκαίρι είναι το καλοκαίρι «μου», ένας παραδείσιος κόσμος που τον κατοικώ μόνος μου – a state of mine.
Το καλοκαίρι του Μεσοπολέμου είναι το καλοκαίρι της «διαύγειας» και της πρώτης σύγχρονης ιδεολογικοποίησης των στοιχείων του. Καθώς η γενιά του '30 αναζητά για πρώτη φορά με τόση αυτοπεποίθηση ένα διακριτό περιεχόμενο για την ελληνικότητα, προκειμένου να την καταστήσει ισότιμο συνομιλητή του ευρωπαϊκού πολιτισμού, βρίσκει στη διαύγεια του ελληνικού φωτός την ιδανική αναλογία για να επιτύχει τη δική της διανοητική καθαρότητα.
Όπως την περιγράφει ο Γ. Θεοτοκάς, δεν μπορεί παρά να έχει την αρχαία δωρικότητα και απλότητα, χαρακτηριστικά που θα αναγνωρίσουν και ξένοι εραστές της χώρας, οι οποίοι θα την ανακαλύψουν τότε, όπως ο Λ. Ντάρελ και ο Χ. Μίλερ.
Το καλοκαίρι των σίξτις είναι, από την άλλη, εκείνο της υπαρξιακής καταβύθισης, με όρους, όμως, εξωτισμού. Ο καζαντζακικός Ζορμπάς προσωποποιεί, έστω και με τρόπους που συχνά βρίσκονται κοντά στην αφελή γραφικότητα, αυτό που συναρπάζει εκείνη τη στιγμή τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο: την εκ νέου ανακάλυψη ενός υπαρκτού παραδείσου που δεν έχει διαβρωθεί ακόμη από την ταχύτητα της μοντερνικότητας, αλλά δεν είναι και πρωτόγονος. Δηλαδή, έχει πλήρη συνείδηση τόσο της τραγικότητας όσο και της ελαφρότητάς του.
Το Αιγαίο και τα βραχώδη νησιά του με τη λαϊκή αρχιτεκτονική της ανάγκης που τόσο θαύμασαν ξένοι και Έλληνες αρχιτέκτονες θα καταστούν ο σύγχρονος τόπος της απελευθέρωσης και της ανακάλυψης του εαυτού. Είναι εκείνη η ταράτσα σε κάποιο σπιτάκι του Αιγαίου όπου ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι ο Ελύτης θα έρθει σε επαφή με το θαύμα, όταν μέσα από τις γρίλιες του δωματίου του θα δει μια πεταλούδα να κάθεται στους γλουτούς ενός γυμνού κοριτσιού που λιάζεται αμέριμνο.
Έτσι, μπορεί από τη δεκαετία του '70 και μετά το ελληνικό καλοκαίρι να είναι πλέον έτοιμο να «τουριστικοποιηθεί», όπως ήταν εύλογο, χάνοντας κάτι από τη σαγήνη του αρχικού μύθου του. Θα γίνει, όμως, ταυτόχρονα και η χρονοκάψουλα των μαζικών και εκδημοκρατισμένων πόθων και φαντασιώσεων, τόσο των μικροαστικών στα οικογενειακά θέρετρα των λυόμενων «εξοχικών» του '80 όσο και των αυθεντικά κοσμοπολίτικων της Μυκόνου, πριν αυτή αλωθεί από τη χυδαιότητα του new money.
Όπως κι αν έχει, ο καθένας θα δικαιούται πλέον να ζήσει τον δικό του μύθο εκεί, κατά το (επίσης επιτυχημένο) παλιότερο γνωστό σποτάκι. Σε όλες τις εκδοχές του πάντως, και παρά την αναμενόμενη μαζικοποίησή του, το ελληνικό-μεσογειακό καλοκαίρι δεν θα πάψει να ακολουθεί ενστικτωδώς τη νόρμα της μικρής και μεσαίας κλίμακας, δίνοντας χώρο και ορίζοντα στο υποκείμενο να συνομιλήσει με το μέσα και το έξω του, όπως το συνέλαβε άλλωστε και ο βαθύς ανθρωπισμός του Αλγερινού Καμί. Κι αν αντέχει, να αφεθεί στις μεταμορφώσεις του.
Προσωπικά, ένα τέτοιο καλοκαίρι έζησα στα 13 μου στη Νάξο, κι ένα τέτοιο πάλι εκεί πέρσι, εντελώς συμπτωματικά. Σκληρό, αλλά λυτρωτικό. Ένα παρόμοιο ίσως ζήσει και η χώρα μας φέτος, οδηγώντας την, μέσα από τις προφανείς δυσκολίες, σε μια ουσιαστική μεταμόρφωση που ελπίζω να την απελευθερώσει κι αυτήν συλλογικά από τα πάθη της.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια