Το μεγαλύτερο καταφύγιο ζώων της Ευρώπης, βρίσκεται στο Βερολίνο και φιλοξενεί περισσότερα από 1400 ζώα, που περιμένουν νέες οικογένειες που θα τα φροντίζουν για πάντα.
Ωστόσο, καμιά υιοθεσία δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί στην Γερμανία πριν το πέρας της Χριστουγεννιάτικης περιόδου, καθώς όλα τα καταφύγια της χώρας έθεσαν προσωρινή απαγόρευση.
«Δεν θέλουμε να δούμε τα ζώα σαν δώρα κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο και λίγο μετά να επιστραφούν» λέει η Μπεάτε Καμίνσκι υπεύθυνη του Tierheim Berlin.
Μέσα σε έξι μόνο ημέρες, από τις 20 έως και τις 26 Δεκεμβρίου, συνολικά 37 εγκαταλελειμμένα ζώα σώθηκαν από το καταφύγιο ζώων του Βερολίνου.
Ο Μαξ και ο Μόριτζ είναι ίσως από τους πιο ευτυχείς ενοίκους του καταφυγίου. Οι πράσινοι παπαγάλοι που το είχαν «σκάσει» από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη τους, βρέθηκαν ξανά μαζί μετά από αρκετές εβδομάδες. Στο καταφύγιο απολαμβάνουν το νέο τους ασφαλή χώρο παρέα με τους νέους φτερωτούς φίλους τους.
Λίγο παρακάτω, στον χώρο των σκύλων, ο Φριντολίν, ένα Weimaraner δύο ετών, στέκεται στα πίσω πόδια του, πιέζοντας τη μουσούδα του στο τζάμι του κλουβιού του. Βρίσκεται στο καταφύγιο από τα μέσα του Οκτώβρη, μετά από την εγκατάλειψή του στους δρόμους.
Τα ποσοστά των ζώων που καταλήγουν πίσω στο καταφύγιο μετά τις γιορτές είναι μεγάλο γιατί οι νέοι ιδιοκτήτες ανακαλύπτουν τα «βάρη» της φροντίδας, που δεν μπορούν να ταιριάξουν με τον πολυάσχολο τρόπο ζωής του Βερολίνου. Τα «δημοφιλέστερα» κατοικίδια είναι οι χελώνες, νεροχελώνες, σαύρες και φίδια.
Τα καταφύγια ελπίζουν πως η καμπάνια τους «Τα ζώα δεν ανήκουν κάτω από το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο» θα παρακινήσει την φιλοζωική σκέψη των ανθρώπων.
Στο τμήμα των ερπετών ο Κέι Κισελμπαχ, φροντιστής που εργάζεται στο καταφύγιο τα τελευταία επτά χρόνια, εκφράζει την απογοήτευσή του για την συμπεριφορά των ανθρώπων προς τα ζώα που πλέον φροντίζει ο ίδιος.
Όπως αναφέρει, μερικοί από τους λόγους για τους οποίους αυτά τα ζώα εγκαταλείφθηκαν ήταν οι υψηλοί λογαριασμοί ρεύματος από τις ειδικές λάμπες θέρμανσης ή ακόμα και η «αλλαγή της μόδας» που ήθελε τους Αυστραλιανούς γενειοφόρους δράκους να είναι πια εκτός trend. Η άνθηση του εμπορίου ζώων μέσω διαδικτύου ήταν ένας από τους παράγοντες που όξυναν το πρόβλημα.
«Προσπαθούμε να κάνουμε τον κόσμο να συνειδητοποιήσει ότι τα ζώα δεν είναι κατάλληλα για δώρα και δυστυχώς αγοράζονται από εκείνους που δεν ξέρουν τι άλλο να πάρουν ως δώρο», υποστηρίζει.
Ένας πίθηκος Ρέζους, ίσως από τους ελάχιστους διασωθέντες πιθήκους από εργαστήριο ερευνών της Ανατολικής Γερμανίας, παίζει έξω στο καταφύγιο παρά το τσουχτερό κρύο. Δεν έχει πολλές ελπίδες να υιοθετηθεί υποστηρίζει ο Καμίνσκι. «Το ίδιο και τα περιστέρια, τα ινδικά χοιρίδια, οι χήνες, τα πίτμπουλ και τα ροτβάιλερ» συμπληρώνει.
«Φυσικά, ο κόσμος ψάχνει να βρει τα χαριτωμένα, μικρά σκυλάκια και γατάκια, δηλαδή εκείνα που χρειάζονται τη μικρότερη δυνατή φροντίδα». Το καταφύγιο δέχεται από 10.000 έως 12.000 ζώα κάθε χρόνο. Αυτό μεταφράζεται σε 8 εκατομμύρια ευρώ κόστος λειτουργίας, το οποίο καλύπτεται κυρίως από δωρεές.
Το καταφύγιο που βρίσκεται στο βορειοανατολικό Βερολίνο απασχολεί 173 φροντιστές, 8 κτηνιάτρους και έναν «μικρό στρατό» από 500 έως 800 εθελοντές που βοηθούν όπου χρειάζεται.
Υποδαπέδια θέρμανση, δωμάτια με χρωματικό κώδικα για το τμήμα των ηλικιωμένων γατιών και ξεχωριστός χώρος όπου ο θόρυβος διατηρείται στο ελάχιστο δυνατό σημείο, ειδικός διάδρομος νερού για ζώα με κινητικές δυσκολίες αλλά και ξεχωριστό τμήμα για υδρόβια πτηνά, είναι μερικές από τις υπηρεσίες που προσφέρει το καταφύγιο.
«Δεν σκοτώνουμε τα ανεπιθύμητα ζώα» λέει η Καμίνσκι κοιτάζοντας έναν σκύλο που ήρθε πριν από δύο ημέρες με δισκοπάθεια τόσο επίπονη, που τον ανάγκαζε να σέρνει τα πόδια του. «Υπάρχει επιτροπή ηθικής η οποία αποφασίζει το πότε είναι ανάγκη να γίνει ευθανασία σε κάποιο ζώο» εξηγεί.
Με πληροφορίες από τον Guardian