ΠΟΛΥ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ «ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ», τους «ασθενείς μηδέν» και την «καραντίνα», όρους παλιούς που όμως εισέβαλαν με ολόφρεσκη δυναμική στη ζωή μας, λόγω κορωνοϊού, υπήρξε μία γυναίκα που κατάφερε να γίνει ειδεχθές σύμβολο των πολιτισμένων κοινωνιών, αλλά και να αγαπηθεί για το πείσμα της, έστω και μόνο από έναν άντρα, ταγμένο στις κουζίνες του κόσμου.
Ο λόγος για τη Mary Mallon, μια μαγείρισσα που η ανθρωπότητα ξέχασε το επώνυμό της, αλλά θυμάται εύκολα το παρατσούκλι της –Typhoid Mary (σ.σ: Τυφοειδής Μαίρη)–, εξαιτίας της ανευθυνότητας με την οποία έδρασε στις αρχές του 20ού αιώνα, μια ανευθυνότητα, όμως, που ακριβώς όπως σήμερα, μπλεκόταν παράξενα με την ανάγκη για επιβίωση.
Στο δίλημμα «νεκροί από μια επιδημία ή νεκροί από φτώχεια και πείνα» η Mallon είχε απαντήσει αδίστακτα, κάτι που τελικά της στοίχισε εκτός από την ελευθερία και την υγεία της, τα ίδια της τα λογικά, και τελικά την καταδίκασε στη λήθη, μέχρι που αποφάσισε να ασχοληθεί μαζί της σε ένα υπέροχο, αλλά άγνωστο στην Ελλάδα, βιβλίο του («Typhoid Mary: an Urban Historical»*), ο αυτόχειρας συγγραφέας, σεφ και παραγωγός τηλεοπτικών οδοιπορικών για τη μαγειρική, Antony Bourdain.
Ποια ήταν, λοιπόν, αυτή η γυναίκα και τι έχει να «διδάξει» στις μέρες μας, με την πανδημία να εγκαθιστά καινούριες κανονικότητες σε όλον τον πλανήτη; Γεννημένη στη Βόρεια Ιρλανδία το 1869, από φτωχή οικογένεια, μεγαλώνει με στερήσεις και σίγουρα μακριά από κάθε ιδέα καλής ζωής. Είναι, όμως, ζωηρή, πολυμήχανη, έξυπνη και στα 15 της παίρνει τη μεγάλη απόφαση να αφήσει το νησί και να αναζητήσει μία καλύτερη τύχη στις ΗΠΑ. Είναι η εποχή που οι συμπατριώτες της μεταναστεύουν κατά χιλιάδες στην Αμερική, κυνηγώντας αυτό που ακόμη και σήμερα διαφημίζεται ως «αμερικανικό όνειρο».
Το 1900 εργάζεται στο Mamaroneck της Νέας Υόρκης. Μέσα σε λιγότερο από δύο εβδομάδες από την εμφάνισή της, τα μέλη της οικογένειας που την προσέλαβαν εμφανίζουν τυφοειδή πυρετό. Μία από τις υπηρέτριες πεθαίνει.
Στην αρχή δουλεύει ως υπηρέτρια και μετά ως γκουβερνάντα. Αλλάζει σχεδόν ένα σπίτι τον χρόνο (μόνο στο διάστημα 1900-1907 θα δουλέψει για οκτώ διαφορετικές οικογένειες) και κατά έναν περίεργο τρόπο, από κάθε οικογένεια που εγκαταλείπει, κάποιο από τα μέλη της ή κάποτε όλα θα αρρωσταίνουν πολύ σοβαρά.
Είναι η εποχή που κάποιος από τους εργοδότες της Mary διαπιστώνει ότι η νεαρή τα καταφέρνει πολύ καλά με τη μαγειρική, οπότε παίρνει προαγωγή, μεταφέρεται στις κουζίνες και παρασκευάζει όλα τα γεύματα των οικογενειών με μεγάλο ταλέντο και κριτικές που την κάνουν γνωστή στην υψηλή κοινωνία της Νέας Υόρκης τότε.
Επίσης είναι γρήγορη, ευρηματική, αυταρχική και αθυρόστομη, αλλά πολύ εργατική και φερέγγυα σε ό,τι έχει να κάνει με τις συμφωνίες της. Παρ' όλα αυτά, μέχρι το 1907, οπότε και αρχίζει να γίνεται σαφές ότι κάτι τρέχει με τη συγκεκριμένη Mary, όλοι οι εργοδότες της και οι οικογένειές τους αρρωσταίνουν σοβαρά. Και κάποιοι πεθαίνουν. Τα δύσκολα μόλις έχουν αρχίσει και κυρίως γιατί η Mary κινείται σε συνοικίες πλουσίων.
Ο τυφοειδής πυρετός την εποχή εκείνη θεωρείται αρρώστια των φτωχών και αυτό καθιστά τη μαγείρισσα λίγο πιο ευάλωτη στις έρευνες, ασχέτως που η ώρα της δεν έχει έρθει ακόμη. Παρ' όλα αυτά, οι διαδρομές (η σημερινή «ιχνηλάτηση»), οι χρονολογίες και τα κρούσματα «φλυαρούν» για την περίπτωσή της.
Το 1900 εργάζεται στο Mamaroneck της Νέας Υόρκης. Μέσα σε λιγότερο από δύο εβδομάδες από την εμφάνισή της, τα μέλη της οικογένειας που την προσέλαβαν εμφανίζουν τυφοειδή πυρετό. Μία από τις υπηρέτριες πεθαίνει. Η Mary φεύγει και εργάζεται σε διάφορα σπίτια, μέχρι που το 1904 προσλαμβάνεται από τον εύπορο δικηγόρο, Henry Gilsey.
Πάλι τα ίδια: μία εβδομάδα μετά, οκτώ υπηρέτες αρρωσταίνουν, όχι, όμως και η οικογένεια του δικηγόρου, αφού το υπηρετικό προσωπικό ζει σε ξεχωριστές κατοικίες.
Στο μεταξύ, σε Νέα Υόρκη και Μανχάταν μικρές εστίες τυφοειδούς πυρετού αναστατώνουν τις τοπικές κοινωνίες. Η πανδημία είναι προ των πυλών, όμως, η Mallon μετακομίζει για ακόμη μία φορά, στο Tuxedo Park πλέον και στη δούλεψη του George Kessler. Μαντέψατε σωστά: δύο εβδομάδες μετά, μέλη της οικογένειας και του υπηρετικού του προσωπικού μεταφέρονται στο Περιφερειακό Ιατρικό Κέντρο του Αγίου Ιωσήφ και τα κρούσματα τυφοειδούς πυρετού στην περιφέρεια προκαλούν πανικό.
Η Mary, όμως, έχει ήδη ετοιμάσει βαλίτσες.
Αυτήν τη φορά μετακομίζει στο Oyster Bay του Long Island και είναι επισήμως η μαγείρισσα της οικογένειας του μεγαλοτραπεζίτη της Νέας Υόρκης, Charles Henry Warren. Είναι Αύγουστος του 1906. Μέχρι τον Σεπτέμβριο 6 από τα 11 μέλη της οικογένειας είναι σοβαρά άρρωστα.
Όμως, ο τραπεζίτης δεν έχει σκοπό να αφήσει τους οικείους του να πεθάνουν, αμαχητί. Προσλαμβάνει τους καλύτερους επιστημονικούς ερευνητές της εποχής για να ψάξουν παντού την εστία της μόλυνσης: από τις σωληνώσεις ύδρευσης μέχρι το αποχετευτικό σύστημα της έπαυλής του, παντού αναζητά την αρχή του Κακού...
Όταν πεθαίνει η κόρη του, και η Mary περιέργως έχει ήδη βρει δουλειά στο σπίτι του Walter Bowen, ο επιστημονικός ερευνητής George Soper έχει ήδη αρχίσει να καταγράφει με υπομονή τα βήματα της Mary από την αρχή της καριέρας της στις ΗΠΑ.
Ο Soper έχει ήδη μια θεωρία για τον κοινό παράγοντα σε όλες τις οικογένειες που ασθένησαν από τυφοειδή πυρετό και είναι η μαγείρισσά τους. Την εντοπίζει, της εξηγεί ευγενικά τι συμβαίνει και της ζητά δείγμα ούρων και κοπράνων. Η Mary δηλώνει υγιής –και φαινομενικά είναι!– και του επιτίθεται με μία πιρούνα για να γλιτώσει την προσαγωγή και την εξέταση.
Έλεγε αλήθεια;
Κατά τον Bourdain, αλλά και ιστορικούς κύκλους, η Mary μέχρι εδώ είναι αθώα. Εικάζεται ότι τον ιό της τον μετέδωσε η μητέρα της, ωστόσο η ίδια μέχρι τότε δεν είχε αρρωστήσει ποτέ. Λογικά, είναι η πρώτη «ασθενής μηδέν» των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, μία ασυμπτωματική φορέας που ευθύνεται για το πρωτοφανές ξέσπασμα τυφοειδούς πυρετού στις ΗΠΑ του 20ού αιώνα.
Η κοπέλα συλλαμβάνεται και υποβάλλεται στον εργαστηριακό έλεγχο της εποχής που επιβεβαιώνει τη θεωρία του Soper. Η Mallon είναι φορέας και τίθεται άμεσα σε αυστηρή καραντίνα στη νήσο North Brother του Μανχάταν. Στο μεταξύ, στις ΗΠΑ περισσότερα από 3.000 άτομα εκδηλώνουν τη νόσο και κάποια πεθαίνουν...
Η Mallon μένει σε καραντίνα για τρία ολόκληρα χρόνια. Φυλακισμένη, στην απομόνωση του νοσοκομείου, δεν πτοείται και δεν σταματά να υποβάλλει ενστάσεις στην Επιτροπή Υγείας των ΗΠΑ, για να «αποφυλακιστεί». Μία από αυτές θα γίνει δεκτή το 1910. Της επιτρέπουν να εξέλθει της καραντίνας, της απαγορεύουν ωστόσο να εργαστεί ξανά ως μαγείρισσα.
Στην αρχή, η Mallon δείχνει να συνετίζεται και αναζητά δουλειά στα πλυσταριά μεσοαστικών οικογενειών για πενιχρότατα ημερομίσθια. Όμως, έχει ήδη μάθει στις υψηλές αμοιβές και στα όμορφα πολυτελή σπίτια και στις πλούσιες κουζίνες. Και ήδη ξέρει ότι το πάθος της είναι η μαγειρική, το μόνο πράγμα που γνωρίζει να κάνει καλά, και θα το κάνει. Με όποιο κόστος.
Αλλάζει το όνομα της σε Mary Breshof ή Mary Brown. Και ξεκινά να εργάζεται ξανά ως μαγείρισσα. Μόνο που αυτήν τη φορά δεν είναι αθώα. Γνωρίζει ότι είναι φορέας μολυσματικής ασθένειας και εξακολουθεί να τη μεταδίδει. Στην αρχή από τα μαγειρεία όπου εργάζεται και μετά και πάλι ως μαγείρισσα πλούσιων εργοδοτών. Και πάλι κρύβεται και πάλι αλλάζει δουλειές, μέχρι να εντοπιστεί ξανά, 5 χρόνια μετά, στην κουζίνα ενός νοσοκομείου. Συλλαμβάνεται ξανά και με συνοπτικές διαδικασίες οδηγείται και πάλι στη νήσο North Brother, σε μια καραντίνα από την οποία δεν θα βγει ζωντανή.
Μέσα από τη δική της φυλακή θα δίνει συνεντεύξεις και ρεπορτάζ για τις ημέρες της στην απομόνωση και θα επιμένει ότι δεν είναι άρρωστη και ότι η μόνη ασθένεια που είχε να αντιμετωπίσει ήταν ο ρατσισμός των Αμερικανών απέναντι στους μετανάστες. Θα διώξει μάλιστα τον Soper, ο οποίος την επισκέφθηκε προτείνοντάς της να γράψουν μαζί βιβλίο για την ιδιαίτερη περίπτωσή της στα υγειονομικά χρονικά των ΗΠΑ.
Εκείνο που θα την εξοργίσει περισσότερο είναι ο προσδιορισμός «Typhoid» (σ.σ.: τυφοειδής), καθώς θεωρεί ότι και ο Soper είναι αναμεμειγμένος στις θεωρίες συνωμοσίας που την καθιστούν «ως την πιο επικίνδυνη γυναίκα στην ιστορία των ΗΠΑ».
Θα πεθάνει το 1938 σε ηλικία 69 ετών και ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής της ήταν καθηλωμένη στο κρεβάτι, εξαιτίας ενός εγκεφαλικού. Τεκμηριωμένα της αποδίδονται τρεις θάνατοι, αλλά ελλείψει σοβαρού αρχειακού υλικού, εικασίες τη θέλουν να εμπλέκεται απευθείας σε 50 περιπτώσεις ανθρώπων που ασθένησαν και κατέληξαν από τυφοειδή πυρετό.
Το ηθικό και νομικό σκέλος της υπόθεσης της είναι ακόμη υπό συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα, όμως, ο Bourdain, κόντρα στο ρεύμα, δεν έκρυψε ποτέ τη συμπάθειά του γι' αυτή την επίμονη Ιρλανδή που κυνηγούσε με πάθος αυτό που αγαπούσε: τη μαγειρική και μια κάποια πολυτέλεια, που το χρήμα μπορούσε να εξασφαλίσει σε έναν σπουδαίο μάγειρα.
Μάλιστα, όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει το βιβλίο του, είχε γράψει χαρακτηριστικά, το πόσο οικεία ένιωθε μ' αυτό το αναρχικό κορίτσι του, τόσο που δεν δίστασε να της κάνει ένα post mortem δώρο.
«Επισκέφθηκα τον τάφο της στο νεκροταφείο του Μπρονξ και όταν σιγουρεύτηκα ότι δεν με βλέπει κανείς, έσκυψα, έσκαψα λίγο το γρασίδι μπροστά στην ταφόπλακά της και άφησα ως ελάχιστο δώρο ένα μαγειρικό μαχαίρι. Ήταν το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω για εκείνη...».
*Typhoid Mary: An Urban Historical, Antony Bourdain, 2001, Bloomsbury
σχόλια