Πώς είναι να πεθαίνουν οι ήρωές σου; Δεν ήξερα μέχρι σήμερα. Μαθαίνοντας για την αυτοκτονία του Anthony Bourdain («πέθανε σαν ροκ σταρ» θα πουν πολλοί, «πέθανε σκέτο», λέω εγώ) ένιωσα πως κάποιος ήρθε αυτό το μεσημέρι να μας στερήσει πολλά όμορφα πράγματα που είχαμε προγραμματισμένα για το μέλλον. Σαν να ακυρώθηκε ένα μεγάλο τραπέζι που το περίμενες καιρό. Γιατί αυτό έκανε για πολύ κόσμο αυτός ο ατίθασος μάγειρας με το ανεξάντλητο συγγραφικό ταλέντο. Μας είχε ξαναβάλει στις κουζίνες, στα εστιατόρια, στα αεροπλάνα και τα τραίνα. Ήθελε να δούμε τον κόσμο διαφορετικά. Η είδηση του θανάτου του μοιάζει με το άδικο κλείσιμο ενός εστιατορίου που αγαπούσες.
Δεν με ένοιαζε που ήταν σαν ροκ σταρ. Ούτε που είχε φοβερή και περιπετειώδη ζωή. Με ένοιαζε μόνο πως μιλούσε για το φαγητό και τα ταξίδια όπως κανένας άλλος. Μάγειρας σπουδαίος δεν έγινε ποτέ. Αλλά ήξερε τον κόσμο του φαγητού και μπορούσε να τον περιγράψει όσο λίγοι στον σύγχρονο κόσμο.
Tα εστιατόρια δεν θα είναι ποτέ ξανά τα ίδια μετά το θρυλικό βιβλίο «Κουζίνα Εμπιστευτικό». Δεν τρώω ποτέ béarnaise, σε ψαράδικο Δευτέρα δεν θα με δεις και όταν κοιτάζω το ψωμί στο καλαθάκι που σερβίρεται σκέφτομαι πως ίσως και να έχει κάνει βόλτα και από άλλο τραπέζι πριν έρθει στο δικό μου. Ο Bourdain έβαλε νέες λέξεις στο γαστρονομικό λεξικό και έδειξε έναν νέο δρόμο για τον τρόπο που γράφουμε ή περιγράφουμε το φαγητό, τα εστιατόρια. Δεν ήταν η μαγκιά στο στυλ του που τον έκανε σπουδαίο. Ήταν ένα είδος βαθιάς καλλιέργειας, ευγένειας, τόλμης και αληθινής αγάπης για το μόνο πράγμα στον τομέα του που έχει σημασία και μας το έμαθε πρώτος: την καθαρή νοστιμιά. Είδαμε τη γαστρονομία σαν ένα ολόφρεσκο, νεόφερτο πράγμα, γεμάτο έντονες γεύσεις, όμορφους ήχους και ωραίους, αληθινούς ανθρώπους.
Μας έδειξε πρώτος πως το φαγητό αλλάζει με αστραπιαίους ρυθμούς, μαζί με τον κόσμο όπου ζούμε. Δεν τρως απλώς. Ζεις και τρως και ερωτεύεσαι και ταξιδεύεις και απελπίζεσαι και ξανατρώς σε ένα απίστευτο παιχνίδι ζωής και θανάτου, χαράς και ατέλειωτης απελπισίας.
Μας έδειξε πρώτος πως το φαγητό αλλάζει με αστραπιαίους ρυθμούς, μαζί με τον κόσμο όπου ζούμε. Δεν τρως απλώς. Ζεις και τρως και ερωτεύεσαι και ταξιδεύεις και απελπίζεσαι και ξανατρώς σε ένα απίστευτο παιχνίδι ζωής και θανάτου, χαράς και ατέλειωτης απελπισίας. Τα είπε αυτά από το πρώτο του κιόλας βιβλίο, το εξαιρετικό «Typhoid Mary», στο οποίο εξιστορούσε της ζωή μιας γυναίκας σεφ στη Νέα Υόρκη του περασμένου αιώνα που έζησε στην παρανομία, προσπαθώντας να κρύψει την αρρώστια της και σκορπώντας τον θάνατο σε όποιο σπίτι πήγαινε να εργαστεί. Από εκείνη την πρώτη στιγμή είδαμε ένα μεγάλο ταλέντο. Μέσα από τη βιογραφία αυτής της τρομερής γυναίκας ο Bourdain μίλησε για όλους τους σεφ του κόσμου, έδωσε άλλη υπόσταση και ανθρώπινο πρόσωπο σε αυτά τα εκκεντρικά πλάσματα που επιμένουν να δουλεύουν κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, για ελάχιστα συνήθως.
Τραγική ειρωνεία: ψάχνοντας στο γραφείο να βρω τα βιβλία του, ανακαλύπτω έναν συλλογικό τόμο όπου οι σπουδαιότεροι σεφ καταγράφουν ποιο θα ήθελαν να είναι το τελευταίο τους γεύμα στη Γη. Φωτογραφημένος γυμνός, με ένα γιγαντιαίο κόκαλο να κρύβει τα επίμαχα σημεία, με ένα μπλαζέ ύφος, ο Bourdain λέει:
«Θα ήθελα να φάω ψητό μεδούλι με μαϊντανό και κάππαρη, με λίγες φέτες φρυγανισμένου ψωμιού και θαλασσινό αλάτι. Το δείπνο θα ήθελα να γίνει στο εστιατόριο St. Johns του σεφ Fergus Henderson, κατά προτίμηση μετά τα μεσάνυχτα, όταν το εστιατόριο θα είναι άδειο. Θα έπινα ένα ποτήρι Guinness μαζί με το δείπνο. Μια και ο θάνατος ελλοχεύει διαρκώς, θα προτιμούσα να έτρωγα μόνος. Αν έπρεπε να έχω παρέα, θα ήθελα φίλους από το παρόν και το παρελθόν να είναι εκεί: Γκράχαμ Γκριν, Άβα Γκάρντερ, Λουίζ Μπρουκς, Όρσον Γουέλς, Ίγγι Ποπ, Μάρτιν Σκορσέζε, Γκάμπριελ Χάμιλτον, Μοχάμεντ Άλι. Στο δείπνο αυτό θα ήθελα να παίζουν live μουσική, αλλά από κάποια λογική απόσταση, οι Brian Jonestown Massacre και ο Curtis Mayfield. Το δείπνο θα ήθελα να μου το ετοιμάσει ο ιδιοκτήτης του St. John και ιδανικά οι κολλητοί μου Éric Ripert, Mario Batali και Gordon Ramsay θα ήταν εκεί να τον βοηθούν».
Μπορεί να μην έγιναν όλα αυτά (ή και να έγιναν, ποιος ξέρει), έζησες μια ζωή γεμάτη (έτσι έδειχνες τουλάχιστον) και άλλαξες τις ζωές πολλών ανθρώπων.
Κανείς δεν ξέρει τίποτα και για κανέναν τελικά.
Αντίο, δύσκολα θα ξεχαστείς.
σχόλια