Δραματική αύξηση, της τάξης του 290%, καταγράφεται στη συγκέντρωση του γονιδιώματος του νέου κορωνοϊού στα λύματα του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης.
Αυτό προκύπτει από τις τελευταίες αναλύσεις που πραγματοποίησε η διεπιστημονική ομάδα του ΑΠΘ και της ΕΥΑΘ, η οποία παρακολουθεί την εξέλιξη του ιικού φορτίου του κορωνοϊού με δειγματοληψίες στα υγρά αστικά απόβλητα στην είσοδο της Εγκατάστασης Επεξεργασίας Λυμάτων Θεσσαλονίκης.
Από τις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας είχε αρχίσει να διαφαίνεται μια σταδιακά επιδεινούμενη εικόνα των κρουσμάτων στην πόλη, αν και η συγκέντρωση του ιού καταγραφόταν τότε ήταν λίγο πάνω από το όριο ανίχνευσης.
Σε ερώτηση για το αν η απότομη αύξηση των καταγεγραμμένων κρουσμάτων, που ανακοινώθηκαν αυτή την εβδομάδα στη Θεσσαλονίκη, προκύπτει ως επιδημιολογική εικόνα της πόλης και στην έρευνα του ΑΠΘ, η οποία σε σχεδόν πραγματικό χρόνο λαμβάνει υπόψη όλους τους φορείς του ιού -νοσούντες και ασυμπτωματικούς- ο πρύτανης του ΑΠΘ, καθηγητής Νίκος Παπαϊωάννου δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:
«Οι τιμές ανίχνευσης, με την εφαρμογή της πρωτοποριακής και συνάμα ευαίσθητης μεθόδου της διεπιστημονικής ομάδας του ΑΠΘ και της ΕΥΑΘ, κατέδειξαν τη χαρακτηριστική αύξηση της παρουσίας του ιού στα λύματα περίπου τρεις φορές, μέσα σε δύο ημέρες ή μία αύξηση της τάξης του 290%».
«Η αύξηση αυτή συμφωνεί ποιοτικά και ποσοτικά με την επιδημιολογική εικόνα αυτών των ημερών», σημείωσε ο κ. Παπαϊωάνου, επιστημονικά υπεύθυνος της ερευνητικής ομάδας. Όμως, επειδή η επιδημιολογική εικόνα είναι δυναμική και όχι στατική στο χρόνο «επισημαίνεται η μεγάλη προσοχή που πρέπει να επιδειχθεί από όλους, με κύριο μέλημα την εφαρμογή των κανόνων προφύλαξης με έμφαση την αποφυγή του συγχρωτισμού, ιδιαίτερα τις αμέσως επόμενες μέρες, έτσι ώστε να μην εκτιναχθεί η διασπορά του ιού», συμπλήρωσε.
Η μεθοδολογία αποτίμησης του κορωνοϊού στα αστικά απόβλητα, που ανέπτυξε η ομάδα του ΑΠΘ, εξορθολογίζει τις μετρήσεις συγκέντρωσης του γονιδιώματος του ιού με βάση 24 περιβαλλοντικούς παράγοντες, που δύνανται να αλλοιώσουν τα αποτελέσματα των μετρήσεων. Στην έρευνα συμμετέχουν καθηγητές των Τμημάτων Ιατρικής, Χημείας, Φαρμακευτικής, Κτηνιατρικής, Βιολογίας, Πολιτικών Μηχανικών, Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης του ΑΠΘ.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ