Η αιφνιδιαστική παραίτηση του Μπεράτ Αλμπαϊράκ, οι κακοδαιμονίες, αλλά και η εξόφθαλμη πλέον οικογενειοκρατία στην τουρκική πολιτική και οικονομία απασχολούν για μία ακόμη φορά τον διεθνή τύπο.
Εν τω μεταξύ τριγμούς στην οικογένεια Ερντογάν προκαλεί η είδηση της σύγκρουσης του γαμπρού του με τον νέο Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας. Η σύγκρουση έφτασε μάλιστα σε σημείο να πιαστούν οι δυο άνδρες στα χέρια - αυτό τουλάχιστον υποστήριξε σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης βουλευτής του κόμματος της Άκσενερ.
Η κόντρα που είχε από καιρό ο απερχόμενος υπ. Οικονομικών και γαμπρός του Ερντογάν με το νέο διοικητή της κεντρικής τράπεζας και προκάτοχό του, Νατζί Αγμπάλ, ήταν γνωστή. Οι φήμες λένε ότι μόλις ανέλαβε ενημέρωσε τον τούρκο πρόεδρο πως τα συναλλαγματικά αποθεματικά του κράτους ήταν επικίνδυνα λιγότερα από αυτά που έλεγε ο Αλμπαϊράκ στον πεθερό του. Έτσι επήλθε η σύγκρουση.
Ο υπ. Εσωτερικών που έχει συγκρουστεί επίσης με τον Αλμπαϊράκ, φέρεται να ενημέρωσε τον Ερντογάν ότι εάν δεν παραιτηθεί ο υπ. Οικονομικών, τότε 30 με 40 βουλευτές ετοιμάζονται να πάνε στο νέο κόμμα του Αλί Μπαμπατσάν.
Όμως πιο επικίνδυνη φαντάζει η φήμη που συνοδεύει την καλή σχέση που έχει ο Αλμπαϊράκ με τον γαμπρό του Τραμπ. Σύμφωνα με αυτή ο γαμπρός του Ερντογάν δεν άνοιξε απλώς τις πύλες του Λευκού Οίκου για τον Ερντογάν, αλλά εξασφάλισε και επιρροή για να πέσει στα μαλακά η δίκη που διεξάγεται στις ΗΠΑ για την τουρκική κρατική Halkbank που κατηγορείται για παραβίαση του εμπάργκο κατά του Ιράν.
Έτσι δεν θεωρείται τυχαία η αποπομπή του πρώην διοικητή της κεντρικής τράπεζας, που ήταν υποδιευθυντής της Halkbank την εν λόγω περίοδο, την περασμένη Παρασκευή, μόλις ξεκαθάρισε η νίκη Μπάιντεν που λέγεται ότι σκοπεύει να ανοίξει την υπόθεση.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, γεγονός είναι ότι μετά από άκρα σιγή και 24 ώρες καθυστέρηση ο Ερντογάν καρατομεί τον γαμπρό του από το τιμόνι της οικονομίας. Και αυτό μετά την ανεξέλεγκτη διολίσθηση της λίρας τον τελευταίο χρόνο αλλά και την εκλογή Μπάιντεν στις ΗΠΑ.
«Ο γαμπρός ως αποδιοπομπαίος τράγος» γράφει η ανάλυση της Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) για την απόφαση του προέδρου της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν να δεχθεί την παραίτηση του γαμπρού του και υπουργού Οικονομικών Μπεράτ Αλμπαϊράκ.
«Σημαντικά στελέχη του (κυβερνώντος κόμματος) AKP, όπως ο πρώην πρόεδρος του Κοινοβουλίου Μπουλέντ Αρίντς, τον οποίο εμπιστεύεται ο Ερντογάν, δεν συμβιβάζονταν πλέον με τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις του Αλμπαϊράκ ότι "δεν υπάρχουν οικονομικά, παρά μόνο ψυχολογικά προβλήματα". Όταν ακόμη ο Αλμπαϊράκ ήταν επιχειρηματίας, ο Ερντογάν τον άφηνε να συμμετέχει σε υπηρεσιακά ταξίδια και διμερείς διαπραγματεύσεις. Την καριέρα του πρωθούσε και η πεθερά του, Εμινέ Ερντογάν», σημειώνει η εφημερίδα.
Το κλίμα άρχισε να αλλάζει την άνοιξη, όταν κυκλοφόρησαν φήμες για εξωσυζυγική σχέση του Αλμπαϊράκ με μία ηθοποιό με αποτέλεσμα, όπως λέγεται, «να τον ξυλοφορτώσουν κάποιοι σωματοφύλακες».
Ο αρθρογράφος υπενθυμίζει ότι μία μέρα πριν την παραίτηση Αλμπαϊράκ ο Ερντογάν είχε καρατομήσει με προεδρικό διάταγμα τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας Μουράτ Ουσάλ, αντικαθιστώντας τον με τον πρώην υπουργό Οικονομικών Νατσί Αγκμπάλ.
Μόνο που «το πρόβλημα της Τουρκίας δεν είναι τόσο το διαθέσιμο προσωπικό. Το πρόβλημα είναι οι θεσμοί σε μία προεδρική δημοκρατία, στην οποία όλα τα νήματα καταλήγουν στο πρόσωπο του Ερντογάν. Ένας σχολιαστής ανέφερε ότι όσους διοικητές κι αν αντικαταστήσει ο Ερντογάν, ωσάν να ήταν Οθωμανοί βεζίρηδες, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Γιατί ακόμη και αν ηγείται της κεντρικής τράπεζας ένας ικανός διοικητής, όπως ο Αγκμπάλ, θα πρέπει κι εκείνος να συνυπογράφει τις αποφάσεις του προέδρου για το ύψος των επιτοκίων. Τώρα που εκλείπει ο γαμπρός του ως αποδιοπομπαίος τράγος, ο Ερντογάν θα πρέπει να αναλάβει εξ΄ολοκλήρου την ευθύνη για την οικονομική εξαθλίωση».
Θεσμοί χωρίς αξιοπιστία
Στο ίδιο μήκος κύματος η Süddeutsche Zeitung σημειώνει: «Οι κρατικοί θεσμοί έχουν χάσει την αξιοπιστία τους. Έχει γίνει σαφές, το αργότερο μετά την τελευταία καρατόμηση του διοικητή της κεντρικής τράπεζας, ότι αυτός ο θεωρητικά ανεξάρτητος θεσμός δεν είναι σε θέση να επιβάλει υψηλότερα επιτόκια. Πρόκειται για τεράστιο πρόβλημα, γιατί έτσι αυξάνεται η δυσπιστία των ξένων επενδυτών. Επιπλέον, όλο και περισσότεροι μετατρέπουν τις αποταμιεύσεις τους σε δολάρια ή χρυσό, με αποτέλεσμα να επιταχύνεται η υποτίμηση της τουρκικής λίρας. Και αυτό σημαίνει ότι για τις τουρκικές επιχειρήσεις γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αποπληρώσουν τα χρέη τους στο εξωτερικό».
Το Spiegel Online παρατηρεί: «Ο Ερντογάν έχει μετατρέψει το τουρκικό κράτος σε οικογενειακή επιχείρηση. Συγγενείς αναλαμβάνουν επικερδείς δουλειές και υψηλά πόστα, θέσεις-κλειδιά σε κρατικούς θεσμούς στελεχώνονται με έμπιστα πρόσωπα. Επιθυμία του Ερντογάν, όπως λέγεται στο περιβάλλον του, ήταν πάντα να τον διαδεχθεί μία μέρα ένας από τους δύο γιους του. Αλλά ακόμη και ο πρόεδρος αντιλαμβάνεται, ότι ούτε ο Μπουράκ ούτε ο Μπιλάλ (Ερντογάν) κάνουν γι αυτή τη δουλειά. Έτσι απέμενε ως μόνος πιθανός διάδοχος ο Μπεράτ Αλμπαϊράκ, σύζυγος της κόρης του Εσρά. Τα προηγούμενα χρόνια ο επικεφαλής του κράτους προετοίμαζε στοχευμένα τον γαμπρό του ως πολιτικό διάδοχο, ορίζοντάς τον αρχικά υπουργό Ενέργειας και στη συνέχεια υπουργό Οικονομικών. Μπορεί ο Αλμπαϊράκ να ήταν διαμφισβητούμενος στο (κυβερνών κόμμα) AKP, αλλά ο Ερντογάν πάντα τον προστάτευε. Φαίνεται ότι αυτό δεν συμβαίνει πλέον».
Λίγο πριν τη χρεοκοπία η Τουρκία;
Για την Tageszeitung (TAZ) η παραίτηση του Αλμπαϊράκ αποτελεί "αδιαμφισβήτητη ένδειξη για την εντεινόμενη απελπισία της τουρκικής κυβέρνησης, η οποία πλέον δεν ξέρει πως να αποτρέψει τη χρεοκοπία. Σύμφωνα με την αμερικανική επενδυτική τράπεζα Goldmann-Sachs, τα τελευταία δύο χρόνια η τουρκική κέντρική τράπεζα έχει σπαταλήσει περίπου εκατό δισεκατομμύρια δολάρια σε μία μάταιη προσπάθεια να ανακόψει τον κατήφορο της λίρας. Φαίνεται ότι έχουν εξαντληθεί πλέον τα συναλλαγματικά διαθέσιμα. Σύμφωνα με τη συμβατική διδασκαλία περί οικονομίας η κεντρική τράπεζα θα έπρεπε να ανεβάσει τα επιτόκια, παρακινώντας τους επενδυτές να επενδύσουν στη λίρα, κάτι που ωστόσο έχει αποτρέψει μέχρι στιγμής ο πρόεδρος Ερντογάν, δηλωμένος αντίπαλος μίας πολιτικής υψηλών επιτοκίων".