MIA ΕΠΟΧΗ ΕΙΧΑ ΜΙΑ ΘΕΩΡΙΑ για τoν λόγο που κατέληγα κάθε βράδυ στο Κey bar: έλεγα στους φίλους μου πως θυμίζουμε φοιτητές σε ελληνική κωμόπολη που έχει μόνο ένα εναλλακτικό μπαρ. Εκείνη την περίοδο η Αθήνα ήταν για μας μόνο το ιστορικό τρίγωνο, είχαμε αυτοεξοριστεί μεταξύ Συντάγματος, Ομόνοιας και Μοναστηρακίου. Εκεί δουλεύαμε, εκεί ζούσαμε, εκεί βγαίναμε. Tο απόλυτο στέκι αυτού του μικρόκοσμου ήταν το Key. Όταν κατηφορίζαμε αποφασιστικά την έρημη οδό Πραξιτέλους, νιώθαμε ότι πηγαίνουμε εκεί όπου ανήκουμε.
Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια, αλλά το κέντρο της Αθήνας ήταν ένα άλλο μέρος. Όχι απαραίτητα καλύτερο, απλώς διαφορετικό. Δεν υπήρχαν design ξενοδοχεία, Αirbnb, μαγαζιά για vegan και εναλλακτικές μπουτίκ. Δεν υπήρχαν καν μπαρ. Με εξαίρεση το 7 Jokers στην οδό Bουλής, το bartessera στην Κολοκοτρώνη και την πιάτσα της πλατείας Καρύτση, η γειτονιά ήταν παραδοσιακά εμπορική. Η Πραξιτέλους ήταν γεμάτη μαγαζιά που πουλούσαν λάμπες και φωτιστικά, σφραγίδες, χαρτιά και υλικά για κοσμήματα σε χονδρική. Τα βράδια ερήμωνε.
Πήγα στο Κey bar το πρώτο βράδυ που άνοιξε, το μακρινό 2007, όταν ήταν ακόμα ένας μακρόστενος διάδρομος με άσπρα πλακάκια. Ήταν ακριβώς απέναντι από τα πρώτα γραφεία της LiFO, στην οδό Πραξιτέλους.
Πήγα στο Κey bar το πρώτο βράδυ που άνοιξε, το μακρινό 2007, όταν ήταν ακόμα ένας μακρόστενος διάδρομος με άσπρα πλακάκια. Ήταν ακριβώς απέναντι από τα πρώτα γραφεία της LiFO, στην οδό Πραξιτέλους.
Τα πρώτα χρόνια χορεύαμε με τα χέρια ψηλά γιατί δεν χωράγαμε, καπνίζαμε ένα εκατομμύριο τσιγάρα και πίναμε σφηνάκια με ντοματόζουμo και ταμπάσκο που μας κέρναγαν οι ιδιοκτήτριες, η Μαρί και η Άντζελα. Από το 2011 και μετά το Key επεκτάθηκε και βάφτηκε κόκκινο μέσα έξω. Σε όλες μας τις φωτογραφίες από εκείνα τα χρόνια είμαστε όλοι λουσμένοι με ένα κόκκινο φως. Οι ιστορίες μας είναι όσο κλισέ είναι πάντα οι ιστορίες όταν μιλάς με εξιδανικευμένη νοσταλγία για τα πάρτι του παρελθόντος. Ερωτευτήκαμε, χορέψαμε, τσακωθήκαμε και παρτάραμε μέχρι τελικής, οριστικής πτώσεως.
Μία από τις βραδιές που θυμάμαι (και μία από τις λίγες που μπορώ να διηγηθώ) ήταν τον Μάιο του 2011. Είχαμε φύγει από τη δουλειά και είχαμε κατηφορίσει για «ένα ποτό». Πολλοί από τους φίλους μας βρίσκονταν στο Φεστιβάλ Primavera στη Βαρκελώνη και είχαμε πραγματικά βαρεθεί να ακούμε για τα ραντεβού τους στο δεξί ηχείο και πόσο υπέροχα περνούσαν.
Η βραδιά ξεκίνησε περίπου ως ανέκδοτο, λέγαμε όλο το βράδυ πως αυτοί μπορεί να ήταν στο Primavera, αλλά εμείς ήμασταν στο Κey, κάπως σαν να σου τηλεφωνεί κάποιος από το Central Park για να σου πει πόσο υπέροχα είναι κι εσύ να του λες: «Άσε μας, ρε φίλε, με το Central Park, εγώ ταΐζω τα παπάκια στον Εθνικό Κήπο».
Όσο περνούσε η βραδιά, το αστείο κάπως άρχισε να γίνεται πραγματικότητα. Βρεθήκαμε να χορεύουμε με διαβολεμένο κέφι μπροστά από τις ανοιχτές τζαμαρίες. Μετά γνωρίσαμε μια παρέα Ιταλών και καταλήξαμε να κάνουμε χορευτικά στο μπαρ και στην κουπαστή που οδηγούσε στην τουαλέτα, τραγουδώντας ξανά και ξανά το «Knickerbocker» των Fujiya and Miyagi.
Η κουπαστή που οδηγούσε στην τουαλέτα του Κey ήταν το έρεβος, η πύλη της αβύσσου. Eίχε μια απότομη σκαλίτσα κι έναν στενό, γκρίζο διάδρομο με φωτισμένες προθήκες με ποτά, που οδηγούσαν στις τουαλέτες. Οι πόρτες της τουαλέτας ήταν γεμάτες με συνθήματα όπως «Τα κενά της ζωής μας δεν γεμίζουν με φαΐ, λεφτά και σεξ», καθώς και ζωγραφιές από κομιξάδες με φιγούρες που έλεγαν «Αλφρέντο, είσαι μόνος σου Αλφρέντο».
Είχε πια ξημερώσει και ο DJ παρακάλαγε να φύγουμε για να πάει σπίτι του. Φύγαμε σχεδόν με το ζόρι, γιατί είχαμε φοβερά κέφια και κανείς μας δεν ήθελε με τίποτα να πάει σπίτι. Ήταν πια 7, πρωί καθημερινής. Περιφερόμασταν για αρκετή ώρα. Στο τέλος πήγαμε στην πλατεία Συντάγματος, κάτσαμε στα σκαλιά και κοιτάζαμε τον κόσμο που πήγαινε στη δουλειά του. Προσποιούμασταν ότι ντρεπόμαστε, ενώ στην πραγματικότητα νιώθαμε υπέροχα, εύθυμοι και φανταστικά μεθυσμένοι 7 η ώρα το πρωί, στα σκαλιά της πλατείας Συντάγματος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια