Εισαγγελείς στη Σικελία, που ερευνούσαν ΜΚΟ σχετικά με φερόμενη εμπλοκή σε διακίνηση ανθρώπων, είχαν παγιδεύσει τα τηλέφωνα Ιταλών δημοσιογράφων που κάλυπταν τη μεταναστευτική κρίση στην κεντρική Μεσόγειο.
Οι εισαγγελικές αρχές στο Τράπανι απήγγειλαν κατηγορίες σε βάρος διασωστών οργανώσεων, ανάμεσά τους η Save the Children και οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, για συνεργασία με διακινητές, μετά τη διάσωση χιλιάδων ανθρώπων από πνιγμό στη Μεσόγειο.
Η ιταλική εφημερίδα Domani αποκάλυψε την Παρασκευή ότι στην πορεία της έρευνας, οι εισαγγελείς ηχογραφούσαν κρυφά συνομιλίες μεταξύ δημοσιογράφων και διασωστών, οι οποίοι δεν γνώριζαν ότι τα τηλέφωνα ήταν παγιδευμένα.
Η εφημερίδα δημοσίευσε το περιεχόμενο του φακέλου που σχηματίστηκε, ο οποίος περιλαμβάνει τις απομαγνητοφωνήσεις δεκάδων συνομιλιών ανάμεσα σε τουλάχιστον επτά δημοσιογράφους και τις πηγές τους, μια προφανής παραβίαση των δικαιωμάτων των ρεπόρτερ. Κάποιοι κάνουν λόγο για μία από τις πιο σοβαρές επιθέσεις στον Τύπο που έχουν γίνει ποτέ στην Ιταλία.
Τα έγγραφα δείχνουν ότι οι εισαγγελείς ηχογραφούσαν κρυφά τις συνομιλίες των δημοσιογράφων με μέλη των οργανώσεων, όταν συζητούσαν για λεπτομέρειες ταξιδιών και εμπιστευτικές πληροφορίες, για τα ρεπορτάζ τους.
«Ανάμεσα στους δημοσιογράφους των οποίων οι συνομιλίες παρακολουθούνταν είναι ρεπόρτερ που έχουν ρισκάρει τη ζωή τους για να αποκαλύψουν την τραγωδία στην κεντρική Μεσόγειο, ή το μαρτύριο των μεταναστών», δήλωσε στον Guardian ο Αντρέα Παλαντίνο, δημοσιογράφος ερευνητής της εφημερίδας Domani. «Αυτή είναι μία κίνηση που θέτει σε κίνδυνο την ελευθερία της πληροφόρησης», συμπλήρωσε.
Η πιο σοβαρή περίπτωση φαίνεται πως είναι εκείνη της Νάνσι Πόρσια, δημοσιογράφου που ειδικεύεται σε θέματα που αφορούν τη Λιβύη και έχει εργαστεί για αρκετά Μέσα, ανάμεσά τους ο Guardian, το Al Jazeera και η Repubblica.
Οι εισαγγελείς φέρεται να παρακολουθούσαν για αρκετές ημέρες το τηλέφωνό της, συγκεντρώνοντας προσωπικές πληροφορίες και τα ονόματα των πηγών της, σύμφωνα με την Domani. Επίσης, οι ερευνητές παρακολουθούσαν τις κινήσεις της μέσω του κινητού τηλεφώνου της.
Το 2019, όταν αποκάλυψε την εγκληματική δράση ενός διακινητή που εργαζόταν στην ακτοφυλακή της Λιβύης, η Πόρσια και ένας ακόμη δημοσιογράφος- ο Νέλο Σκάβο- τέθηκαν υπό αστυνομική προστασία.
«Τότε, έδωσα στις αρχές και στην αστυνομία σημαντικές πληροφορίες για το δίκτυο των διακινητών, για τη συνεργασία τους με πολιτικούς στη Λιβύη. Όμως, είναι σαφές ότι ενώ εγώ τους έδινα αυτές τις πληροφορίες, εκείνοι υπέκλεπταν τα τηλεφωνήματά μου», δήλωσε η Πόρσια.
«Το λυπηρό είναι πως γνώριζαν ότι κινδύνευε η ζωή μου, έπειτα από τις απειλές διακινητών και αντί να με προστατεύσουν, παρακολουθούσαν τις κινήσεις μου», συμπλήρωσε.
Αυτό το σκάνδαλο είναι «μία από τις μεγαλύτερες επιθέσεις ενάντια στον Τύπο στην ιστορία της χώρας», δήλωσε στον Guardian ο Αντρέα Ντι Πιέτρο, δικηγόρος και νομικός σύμβουλος της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Ossigeno per L’informazione, που ασχολείται με τις απειλές εναντίον δημοσιογράφων.
Δεν είναι απαγορευμένη η παρακολούθηση τηλεφωνημάτων δημοσιογράφων, αν είναι ύποπτοι για εγκλήματα, σημείωσε ο Ντι Πιέτρο. «Όμως, σε αυτή την περίπτωση, οι δημοσιογράφοι δεν ήταν αντικείμενο έρευνας της εισαγγελίας», συμπλήρωσε.
«Σύμφωνα με τον ιταλικό νόμο, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθούν υποκλαπείσες συνομιλίες ανθρώπων που επωφελούνται επαγγελματικά από την εχεμύθεια», συμπλήρωσε ο ίδιος.