Γράψιμο, ανάγνωση, εκδότες, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, συναντήσεις με αξιομνημόνευτους ανθρώπους, ταξίδια, αμέτρητες σελίδες, εφημερίδες, βιβλιοπωλεία, μπαρ και εστιατόρια, διαμάχες και αντιπαραθέσεις, απογοητεύσεις και θρίαμβοι συνθέτουν τον κόσμο του δημοσιογράφου, συγγραφέα και πανεπιστημιακού Νίκου Μπακουνάκη.
Εδώ και πολλά χρόνια καταγράφει με τον δικό του τρόπο την πορεία του Τύπου και είναι ο άνθρωπος που αύξησε την ορατότητα των βιβλίων στις εφημερίδες. Συγκεκριμένα, το 1997 δημιούργησε το λογοτεχνικό ένθετο «Βιβλία» στην εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής», το πρώτο στον ελληνικό Τύπο, το οποίο διηύθυνε έως και το 2018.
Τον συναντώ ένα ηλιόλουστο μεσημέρι στο σπίτι του, στην οδό Βαλαωρίτου, στο κέντρο της Αθήνας. Αφορμή για τη συνάντησή μας αποτελεί το νέο του βιβλίο με τίτλο Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Πρόκειται για μια αυτοβιογραφική αφήγηση με στοιχεία λογοτεχνικής δημοσιογραφίας, κριτικού δοκιμίου και ιστορίας των ΜΜΕ, που καλύπτει μια περίοδο σαράντα ετών, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έως σήμερα. Στις σελίδες του βιβλίου εξιστορεί στιγμιότυπα από σημαντικές περιόδους της ζωής του στην Πάτρα, στην Αθήνα και στο Παρίσι. Διαβάζεται ως μια ιστορία ενηλικίωσης, στην οποία παρουσιάζονται άγνωστες πτυχές του βίου του.
Δεν με ενδιέφερε καθόλου ο «Λαμπράκης των άλλων», ούτε η φιλολογία ή η παραφιλολογία που τον αφορούσε, αλλά ο Λαμπράκης έτσι όπως τον έβλεπα εγώ. Ο Χρήστος Λαμπράκης υπήρξε ένας κρυφός και ιδιωτικός άνθρωπος, αλλά και ένα εμβληματικό πρόσωπο του πολιτισμού και της κουλτούρας.
Δεν με ενδιέφερε καθόλου ο «Λαμπράκης των άλλων», ούτε η φιλολογία ή η παραφιλολογία που τον αφορούσε, αλλά ο Λαμπράκης έτσι όπως τον έβλεπα εγώ. Ο Χρήστος Λαμπράκης υπήρξε ένας κρυφός και ιδιωτικός άνθρωπος, αλλά και ένα εμβληματικό πρόσωπο του πολιτισμού και της κουλτούρας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε σημείο του διαμερίσματός του χαρακτηρίζεται από το βιβλιοφιλικό του πνεύμα και την κουλτούρα της ανάγνωσης. Γύρω μου υπάρχουν πολυάριθμοι τόμοι, ξένα περιοδικά, αναμνηστικά, χειρόγραφες σημειώσεις και, φυσικά, τα αμέτρητα ημερολόγιά του, που αποτελούν τη βάση των αφηγήσεών του. «Δεν θα μπορούσε να υπάρξει αυτό το βιβλίο, πόσο μάλλον οι λεπτομέρειές του, χωρίς τις καταγραφές της καθημερινότητάς μου, τουλάχιστον επί μία 35ετία» επισημαίνει, ενώ πίνει γαλλικό καφέ.
Σήμερα είναι διδάκτωρ Ιστορίας και Πολιτισμών της EHESS καθώς και καθηγητής Πρακτικής της Δημοσιογραφίας και Τεχνικών Αφήγησης στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, όπου διδάσκει από το 2003. Επίσης, είναι αξιωματούχος του Τάγματος Ακαδημαϊκών Φοινίκων της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Καθόμαστε στο ευρύχωρο σαλόνι του και συνειδητοποιώ ότι τη μεσημεριανή ησυχία διαταράσσουν μόνον τα κοτσύφια που επισκέπτονται το μπαλκόνι του. Συγχρόνως, παρατηρώ ότι σε εμφανή σημεία του σπιτιού δεσπόζουν πίνακες ζωγραφικής καθώς και αντικείμενα σύγχρονης τέχνης.
Για τον ίδιο οι συγγραφείς ήταν και είναι οι ήρωές του. «Οι συγγραφείς μού έδιναν κλειδιά, μου άνοιγαν δρόμους» λέει και θυμάται ότι διάβαζε πριν ακόμη πάει στο δημοτικό. Ταυτόχρονα, στη μνήμη του διατηρεί το πρώτο κείμενο που έπεσε στα χέρια του. Ήταν ένα δισέλιδο ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Πελοπόννησος», που αναφερόταν στη δολοφονία του πρώτου εξαδέλφου του πατέρα του, Αναστάσιου Μπακουνάκη, το οποίο ήταν ένα έγκλημα ερωτικού πάθους.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο Νίκος Μπακουνάκης μιλά για την εποχή μας, την πανδημία, τον Τύπο, τη δημοσιογραφία, για πρόσωπα με τα οποία συνεργάστηκε, όπως ο Χρήστος Λαμπράκης και ο Σταύρος Ψυχάρης, την Αίγινα αλλά και τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.
— Τι τίτλο θα δίνατε στην εποχή μας;
«Επικίνδυνα ενδιαφέρουσα».
— Πώς έχετε βιώσει την πανδημία;
Αρχικά, δεν αντιμετώπισα κάποιο πρόβλημα. Άλλωστε, είναι και η φύση της δουλειάς μας που βοήθησε αρκετά. Ωστόσο, μετά απ’ τους πρώτους μήνες οφείλω να πω ότι επικράτησε η απομάγευση. Χάθηκε η ανθρώπινη επαφή, τα διαδικτυακά μαθήματα στο πανεπιστήμιο άρχισαν να με ενοχλούν και, γενικά, δεν μπορούσες να κάνεις τις αγαπημένες σου συνήθειες σου, να πας σε ένα μπαρ, ένα εστιατόριο ή ένα καφέ. Φυσικά, ούτε να ταξιδέψεις ή να οδηγήσεις. Μου λείπουν πολλά σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Ειδικά εκείνες οι ανέμελες στιγμές της καθημερινής ρουτίνας. Παράλληλα, με επηρεάζει το ότι έχει κυριαρχήσει σε όλα τα επίπεδα ο φόβος. Το αίσθημα μην τυχόν και κολλήσεις κορωνοϊό, με αποτέλεσμα να αναστέλλεις διαρκώς κάθε δραστηριότητα.
— Τι θα αφήσει πίσω του ο κορωνοϊός;
Νομίζω πως το μάθαμε με το χειρότερο τρόπο, ότι το απρόβλεπτο, το αιφνίδιο και το τυχαίο μπορούν να ανατρέψουν οποιονδήποτε σχεδιασμό ή προγραμματισμό σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς μας.
— Τι είναι για εσάς η δημοσιογραφία;
Ένα επάγγελμα το οποίο μας δείχνει τον κόσμο. Για να είσαι δημοσιογράφος, απαιτείται να έχεις υψηλή ευθύνη, συναίσθηση της σοβαρότητας αυτού που κάνεις καθώς και του ότι με τα εργαλεία που χρησιμοποιείς έχεις τη δυνατότητα, ακόμα και έναν αδαή, να τον κάνεις να μάθει και να γνωρίζει.
— Τι λείπει σήμερα από τη δημοσιογραφία;
Προφανώς, στον νέο, υβριδικό κόσμο στον οποίο ζούμε, η δημοσιογραφία περνάει βαθιά κρίση. Συγκεκριμένα, θα έλεγα ότι εντοπίζεται στον τομέα της επιχειρηματικής κουλτούρας του παραδοσιακού Τύπου. Επιπρόσθετα, διαπιστώνουμε ότι πολλά δημοσιογραφικά είδη, όπως το ερευνητικό ρεπορτάζ, έχουν εξαφανιστεί, εν αντιθέσει με τον υπόλοιπο κόσμο, στον οποίον το συγκεκριμένο είδος ανθεί και κατέχει κεντρική θέση στις εφημερίδες. Στη χώρα μας θα τοποθετούσα χρονικά την εξαφάνιση του ερευνητικού ρεπορτάζ και την υποκατάστασή του από την πληροφόρηση των γραφείων Τύπου κομμάτων και εταιρειών από το 1989 κι έπειτα. Έκτοτε, ο Τύπος ήρθε αντιμέτωπος με μεγάλες ήττες. Για παράδειγμα, στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου, από τα πιο διάσημα κεφάλαια της σύγχρονης ιστορίας, ο Τύπος ήταν απών. Αναλογιστείτε ότι η μεγαλύτερη τότε απογευματινή εφημερίδα, που ήταν τα «Νέα», δεν είχε καν την είδηση στην πρώτη σελίδα. Επίσης, πολύ αργότερα ο Τύπος «έχασε» το ρεπορτάζ της οικονομικής κρίσης. Ποιο ελληνικό μέσο «είδε» την κρίση να έρχεται; Ακόμη και σήμερα, εν μέσω πανδημίας, τι είναι το ρεπορτάζ της πανδημίας; Οι ανακοινώσεις των λοιμωξιολόγων και η καθημερινή απογευματινή αριθμητική με τα νούμερα των νεκρών, των κρουσμάτων και των διασωληνωμένων. Πού είναι η έρευνα και γιατί δεν γίνεται ανάλυση των δεδομένων;
— Γιατί σήμερα στην Ελλάδα οι περισσότεροι πολίτες δεν διαβάζουν εφημερίδες;
Όλη αυτή η φιλολογία περί διαπλοκής των παραδοσιακών μέσω ενημέρωσης απονομιμοποίησε τον Τύπο. Και, φυσικά, σ’ αυτό ευθύνη έχουν και τα μέσα. Ο Τύπος είναι ένας μηχανισμός παραγωγής πρωτογενούς περιεχομένου. Δυστυχώς, στην Ελλάδα έχει απολέσει το κύρος του. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, με την έλευση των ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης, είδαμε ότι η ύλη των εφημερίδων διαμορφωνόταν και επηρεαζόταν από την ατζέντα των τηλεοπτικών σταθμών. Προφανώς, όμως, πρόκειται για έναν εντελώς διαφορετικό αξιακό κώδικα. Θυμηθείτε, επίσης, τον «αυριανισμό», ο οποίος μάλιστα είχε γίνει εμπορική τάση. Σήμερα με εντυπωσιάζει το γεγονός ότι δεν δημιουργούνται νέα προϊόντα. Ακόμη και τα podcasts, ως ο νέος κόσμος της δημοσιογραφίας, καθυστέρησαν πολύ να έρθουν στην Ελλάδα, αφού διεθνώς πρωτοεμφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’00.
— Γιατί επιλέξατε ως τίτλο του βιβλίου τη φράση «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο»;
Το μελανοδοχείο, για μένα, έχει μια συμβολική αξία, γιατί αποτυπώνει το αρχετυπικό σύμβολο της γραφής. Επίσης, ήταν μια φράση που μου άρεσε και την ανακάλυψα στα γραπτά ενός Γάλλου συγγραφέα που αγαπώ πολύ και είναι ο Πολ Μοράν. Μάλιστα, αυτές τις μέρες διαβάζω την αυτοβιογραφία του.
— Τι σας ώθησε να γράψετε το συγκεκριμένο βιβλίο;
Αρχικά, η ιδέα γεννήθηκε μέσα στο Τμήμα Χειρογράφων και Σπανίων Βιβλίων της Βιβλιοθήκης Butler, στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, τον Μάρτιο του 2017. Έκανα, τότε, έρευνα στο αρχείο του Στίβεν Κρέιν, του συγγραφέα, δημοσιογράφου και πολεμικού ανταποκριτή που ήρθε στην Ελλάδα την άνοιξη του 1897 για να καλύψει τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο. Επίσης, εκείνη η χρονιά ήταν ένα έτος καθοριστικό, αφού κινδύνευε με οριστικό κλείσιμο ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη.
Επιπρόσθετα, τα «Βιβλία» του «Βήματος», τα οποία είχα δημιουργήσει το 1997, συμπλήρωναν είκοσι χρόνια. Έτσι, η επέτειος, αλλά και η απειλή του τέλους, αποτέλεσε το έναυσμα για να γράψω για το ένθετο των «Βιβλίων». Ήταν ένα δικό μου δημιούργημα που ενίσχυσε και άλλαξε το στάτους της εφημερίδας στα θέματα του πολιτισμού, αλλάζοντας ταυτόχρονα και το προσωπικό μου στάτους εντός της εφημερίδας αλλά και γενικά το στάτους μου ως δημοσιογράφου. Φυσικά, δεν επιδιώκω να κάνω μια γραμμική εξιστόρηση, αλλά περιγράφω αναγνωστικές συμπεριφορές και τη δημοσιογραφική κουλτούρα του ΔΟΛ. Στο βιβλίο αυτό, επίσης, αποφάσισα να συμπεριλάβω και ένα κεφάλαιο για τον εκδότη του ΔΟΛ, Χρήστο Λαμπράκη.
— Τι άνθρωπος ήταν ο Χρήστος Λαμπράκης;
Καταρχάς, δεν με ενδιέφερε καθόλου ο «Λαμπράκης των άλλων», ούτε η φιλολογία ή η παραφιλολογία που τον αφορούσε, αλλά ο Λαμπράκης έτσι όπως τον έβλεπα εγώ. Ο Χρήστος Λαμπράκης υπήρξε ένας κρυφός και ιδιωτικός άνθρωπος αλλά και ένα εμβληματικό πρόσωπο του πολιτισμού και της κουλτούρας. Πέτυχε να εμπλουτίσει την εφημερίδα με ιστορικές υπογραφές, έχοντας αποκλειστικές συνεργασίες με διανοούμενους, συγγραφείς και επιστήμονες που συνέβαλαν καθοριστικά στον δημόσιο διάλογο και στον θεωρητικό σχολιασμό, πάντα με απόλυτη ελευθερία. Υπήρχε κόσμος που αγόραζε την εφημερίδα για να διαβάσει Μαρωνίτη, Τερζάκη, Πλωρίτη. Για κάποιους, ο Λαμπράκης θεωρούνταν απόμακρος και απρόσιτος. Μάλιστα, μέχρι την εποχή του Μεγάρου σπάνια έκανε δημόσιες εμφανίσεις, οι φωτογραφίες του ήταν ελάχιστες και πολλοί εργαζόμενοι στα έντυπά του δεν τον είχαν συναντήσει ποτέ. Εγώ, όμως, έχω να θυμάμαι έναν άνθρωπο που μας έφερνε φρέσκα κρουασάν, μας τα μοίραζε μαζί με κάποια σημειώματά του –σκέψεις και προτάσεις– για την τύχη και την αλλαγή προφίλ της «Βεντέτας», ενός περιοδικού που στο παρελθόν έγραψε ιστορία.
— Πώς γνωριστήκατε μαζί του;
Προσλήφθηκα στον Οργανισμό Λαμπράκη τον Σεπτέμβριο του 1987 και γνώρισα αμέσως τον Χρήστο Λαμπράκη υπό συνθήκες που, βλέποντάς τες εκ των υστέρων, θα τις χαρακτήριζα σίγουρα σουρεαλιστικές. Εκείνο το καλοκαίρι ο Οργανισμός Λαμπράκη είχε αποκτήσει την πλειοψηφία των μετοχών του παραδοσιακού εκδοτικού οίκου περιοδικών Ν. Θεοφανίδη, βασικοί τίτλοι του οποίου ήταν το δεκαπενθήμερο γυναικείο περιοδικό «Πάνθεον», το εβδομαδιαίο και ιστορικό περιοδικό αναγνωσμάτων και ποικίλης ύλης «Ρομάντσο» και το περιοδικό φωτορομάντσων «Βεντέτα». Ο Λαμπράκης ήθελε να αναμορφώσει αυτά τα περιοδικά, διατηρώντας όμως τους τίτλους τους, μολονότι ίσως μέσα του πίστευε ότι ειδικά το «Ρομάντσο» και η «Βεντέτα» είχαν κλείσει τον κύκλο τους. Την εποχή, ωστόσο, του ρηχού lifestyle, το «Ρομάντσο» και η «Βεντέτα» φάνταζαν ως κατάλοιπα ενός κόσμου σε αποδρομή, ενός παλιού κόσμου που απευθυνόταν σε μικροαστικές αναγνωστικές συνήθειες. Ο περιοδικός Τύπος στην Ελλάδα είχε περάσει πια σε άλλη φάση. Είχε δημιουργηθεί ήδη το «Κλικ» του Τερζόπουλου και του Κωστόπουλου. Τότε, λοιπόν, στελέχωσα μια ομάδα εργασίας που ανέλαβε τη «Βεντέτα», με επικεφαλής της ομάδας τη δημοσιογράφο Ρούλα Μητροπούλου, εκδότρια-διευθύντρια του «Ταχυδρόμου». Έτσι, βρισκόμασταν με τον Χρήστο Λαμπράκη στις συσκέψεις, οι οποίες γίνονταν πολύ πρωί, στον τελευταίο όροφο της Χρήστου Λαδά 3. Βέβαια, το σχέδιο για την αναμόρφωση της «Βεντέτας» εγκαταλείφθηκε και έπειτα πέρασα στη σύνταξη του περιοδικού «Ταχυδρόμος», στο οποίο είχα αρχίσει ήδη να συνεργάζομαι ως freelancer. Θυμάμαι ακόμα το πρώτο μου κείμενο, που είχε δημοσιευτεί στο τεύχος της 15ης Ιανουαρίου 1987. Ήταν μια συνέντευξη με την Αμαλία Μεγαπάνου, ένα πρόσωπο θρυλικό, επειδή υπήρξε σύζυγος του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
—Τι κρατάτε περισσότερο απ’ αυτόν;
Πιο κοντά ήρθαμε κατά την περίοδο του Μεγάρου Μουσικής. Ο Χρήστος Λαμπράκης δεν μου είπε ποτέ τη γνώμη του για το ένθετο των «Βιβλίων». Ήξερα, βέβαια, ότι συχνά η σιωπή του σήμαινε αποδοχή. Στις συναντήσεις μας, ιδιαίτερα μετά την έναρξη λειτουργίας του Μεγάρου, συζητούσαμε κυρίως για μουσική ή για τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Συλλόγου Φίλων της Μουσικής στα οποία συμμετείχα, κυρίως στις περιοδείες σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Ο Λαμπράκης ήταν πάντα γενναιόδωρος μαζί μου. Το καλοκαίρι του 1999 με βοήθησε οικονομικά, ώστε να μπορέσω να αποδεχτώ την πρόσκληση που είχα λάβει από το Βρετανικό Συμβούλιο για να πάρω μέρος ως fellow στο 25ο Σεμινάριο του Κέιμπριτζ με θέμα «The Contemporary BritishWriter», το οποίο θα διεξαγόταν στο Κολέγιο Downing. Ποτέ δεν τον θυμάμαι να παρεμβαίνει στο περιεχόμενο, μόνο υπήρχαν κάποιες φορές που μου έστελνε βιβλία με το σημείωμα «δείτε το, αν ενδιαφέρει». Για τους πολλούς ίσως ήταν ο άνθρωπος των πολιτικών παρασκηνίων. Ωστόσο, δεν θα ξεχάσω κάποιες φορές που είχα πάει στο σπίτι του, στην οδό Αναγνωστοπούλου, πόσο του άρεσε ο ντοματοχυμός V8 και η κις λορέν. Συγχρόνως, μπορεί ο Λαμπράκης να μην είχε παρέμβει στα «Βιβλία», αλλά έχω διατηρήσει πολλά σημειώματά του για τον πολιτισμό από τις περιόδους κατά τις οποίες ήμουν υπεύθυνος ή αρχισυντάκτης των πολιτιστικών σελίδων και των καλλιτεχνικών ενθέτων. Θα ήθελα πολύ να έχω γράψει μια βιογραφία του Χρήστου Λαμπράκη. Άλλωστε, ο βίος και η προσωπικότητά του πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις και το είχαμε συζητήσει εκτενώς με τον εκδότη μου, Νίκο Γκιώνη, αλλά δεν ευοδώθηκε η ιδέα γιατί τότε ο Λαμπράκης μας είχε απαντήσει πως «δεν είναι της στιγμής». Δεν τον ενδιέφερε ποτέ η υστεροφημία του.
— Γράφετε στο βιβλίο ότι ο Σταύρος Ψυχάρης ήταν ο μοιραίος άνθρωπος για τον ΔΟΛ.
Πράγματι, αφού στα χέρια του πέθανε ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη. Ο Ψυχάρης συνέβαλε καταλυτικά στην ανανέωση της εφημερίδας και ως διευθυντής ήταν εξαιρετικός. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 κανείς δεν περίμενε ότι μετά τον θάνατο του Χρήστου Λαμπράκη, το 2009, θα γινόταν εκδότης. Έγινε, όμως, ο μοιραίος εκδότης, αφού οδήγησε τον οργανισμό στη χρεοκοπία, με αποτέλεσμα να είναι ο υπεύθυνος για την εξάλειψη μιας σχεδόν αιωνόβιας δημοσιογραφικής κουλτούρας, της «δημοσιογραφικής κουλτούρας Λαμπράκη». Γενικά, είχαμε πολύ καλές σχέσεις αλλά και στιγμές έντασης, οι οποίες εκτονώνονταν κυρίως με σημειώματα.
— Μετά την αλλαγή σκυτάλης στην ιδιοκτησία της εφημερίδας, παραμένετε για ακόμα τρία χρόνια. Τι σας οδήγησε στην έξοδο από το «Βήμα»;
Έχω μια δεοντολογική αρχή. Ποτέ δεν στρέφομαι δημόσια απέναντι σε ανθρώπους ή χώρους στους οποίους εργάστηκα ή συνεργάστηκα για πολλά χρόνια και μου έδωσαν τη δυνατότητα να κάνω αυτό που ήθελα. Ωστόσο, θεωρώ ότι έκλεισε αυτός ο κύκλος. Και για μένα, νομίζω, αλλά και γι’ αυτούς.
— Σας ενόχλησε ποτέ η φράση που ακολουθούσε τους δημοσιογράφους του ΔΟΛ, ότι «εργάζεσαι στο Συγκρότημα», όπως έλεγαν πολλοί;
Όχι. Οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν τη λέξη «συγκρότημα», προσδίδοντας ένα αρνητικό πρόσημο. Και αναφέρονταν σ’ αυτό ως ένα ιερατείο στο οποίο οι εργαζόμενοι βυσσοδομούσαν, έλεγαν ότι δύσκολα μπορούσες να μπεις σε αυτό και άλλα πολλά. Πιστεύω, όμως, ότι οι πιο πολλοί απ’ αυτούς που αναφέρονταν στον ΔΟΛ ως «συγκρότημα» είναι εκείνοι που πρόθυμα θα δούλευαν εκεί.
— Ποιος συγγραφέας σάς έχει επηρεάσει;
Αναμφίβολα, ο Κλάουντιο Μάγκρις. Το βιβλίο του Δούναβης, όταν το διάβασα, με καθήλωσε. Ήταν ένα δοκίμιο-ποταμός. Αναμφίβολα, πρόκειται για ένα προσωπικό στοχαστικό ταξίδι και μια συναρπαστική αφήγηση γύρω από το θέμα των συνόρων και της ταυτότητας. Ο συγγραφέας αυτός καταφέρνει να δημιουργήσει ένα βιβλίο, όπου η γεωγραφία, το τοπίο και η γεωπολιτική συναντούν την Ιστορία.
— Τι είναι αυτό που αγαπήσατε στην ανάγνωση και στα βιβλία;
Τους φανταστικούς κόσμους που σου προσφέρουν. Με την ανάγνωση ξανακερδίζεις τον χαμένο χρόνο. Για μένα αποτελεί ένα ασίγαστο πάθος. Ειδικότερα, αγαπώ την αυτοβιογραφική αφήγηση και με ενδιαφέρουν πολύ τα απομνημονεύματα, οι αυτοβιογραφίες και οι μυθιστορηματικοί βίοι των ανθρώπων.
— Από τον ξένο Τύπο ποιες εφημερίδες διαβάζετε ;
Τους «New York Times», τη «Monde» και τη σαββατιάτικη έκδοση των «Financial Times». Από τους ΝΥΤ μου αρέσει πολύ να διαβάζω καθημερινά τις Obituaries, δηλαδή τις νεκρολογίες και, φυσικά, ακούω ανελλιπώς τα βιβλιοφιλικά podcasts της Pamela Paul. Θεωρώ ότι οι εφημερίδες που είναι σήμερα επιτυχημένες είναι εκείνες που σε ξαφνιάζουν και παράγουν ένα πρωτότυπο περιεχόμενο που δεν βρίσκεις αλλού.
— Έχετε ξεκινήσει κι εσείς μια σειρά podcasts στη LiFO, η οποία έχει μεγάλη απήχηση.
Το podcast μου αρέσει πολύ. Στο παρελθόν δεν μου είχε δώσει κανείς την ευκαιρία, μέχρι που ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος μου έδωσε αυτήν τη δυνατότητα. Έτσι, δημιουργώ επεισόδια που εστιάζουν σε βιβλία και συγγραφείς, ενώ βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το ότι αυτά τα ηχητικά αρχεία έχουν αρχή - μέση - τέλος.
— Ποιες είναι οι εναρκτήριες φράσεις που λέτε στους πρωτοετείς φοιτητές σας;
Το να μη βλέπουν την πραγματικότητα με τη λογική άσπρου - μαύρου. Η αλήθεια βρίσκεται πάντα στις αποχρώσεις. Δηλαδή να αποφεύγουν τις απόλυτες θέσεις, να παραμένουν δύσπιστοι, να διευρύνουν τους ορίζοντές τους και, επίσης, να αναπτύσσουν συνεχώς την περιέργειά τους.
— Τι σηματοδοτεί για σας το νησί της Αίγινας;
Η Αίγινα είναι ο μυστικός μου κήπος. Στο νησί αυτό μεταμορφώνομαι. Η σχέση με τη φύση είναι διαφορετική, ο χρόνος επιμηκύνεται. Επιπλέον, τόσα χρόνια μετά, είναι χαρακτηριστικό ότι το νησί δεν μου έχει αποκαλυφθεί ακόμη ολόκληρο. Κάθε φορά που το επισκέπτομαι το ανακαλύπτω εκ νέου, όποτε κι αν αποφασίσω να διασχίσω τις ενεργειακά φορτισμένες κρυμμένες γωνιές του, είτε έναν μικρό αγροτικό δρόμο κάτω από τις φιστικιές είτε κάποιο ιστορικό τοπόσημο.
— Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σας φόβος;
Η υπαρξιακή αγωνία για την οικογένειά μου, τη γυναίκα μου και τα δυο παιδιά μου.
— Τι σας έχει διδάξει η ζωή;
Να μη φοβάσαι, να ρισκάρεις και να προσπαθείς να είσαι αληθινός. Και, επίσης, να αγαπάς αυτό που κάνεις.
Το νέο βιβλίο του Νίκου Μπακουνάκη, με τίτλο «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.