ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ ΠΩΣ ΕΧΩ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ έναν πίνακα μεγάλων διαστάσεων του Γεωργίου Ροϊλού. Στο φόντο, επεισόδια από τη Γαλλική Κατοχή στη Δυτική Μακεδονία κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ελληνικός στρατός και οι δύσκολες σχέσεις του με τους ντόπιους ελληνικούς πληθυσμούς, πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία, ανταλλαγές πληθυσμών μετά το 1923 και τα τεχνικά έργα της μεσοπολεμικής ανοικοδόμησης. Και, φυσικά, το τοπίο, όπου κυριαρχεί ο μεγαλοπρεπής Αλιάκμονας με τη θεόρατη πόρτα των στενών του, τις βαθιές όχθες, την οργιώδη βλάστηση από ιτιές, πλατάνια, κουφοξυλιές, πουρνάρια, κουτσουπιές, δρυς και άγριους κέδρους.
Στο πρώτο πλάνο οι ήρωες. Μια Ελληνίδα πόρνη από την Κωνσταντινούπολη που «εξυπηρετεί» στην Κοζάνη τους Γάλλους αξιωματικούς της στρατιάς της Ανατολής. Ένας Ρώσος μπολσεβίκος από το Χάρκοβο, ο Ιβάν Τσέρμσκι, αιχμάλωτος των Γάλλων. Ένας ελληνόφωνος μουσουλμάνος και ο αδιέξοδος έρωτάς του με μια Ελληνίδα πρόσφυγα από τον Πόντο. Ένας κοσμοπολίτης μηχανικός που, αφού δούλεψε στο φράγμα του Γαλάζιου Νείλου στο Ασουάν, ήρθε να δαμάσει τα νερά του Αχελώου και τελικά να μετατρέψει την κοιλάδα του ποταμού σε πεδίο ηδονής και θανάτου. Και δεν είναι μόνο αυτοί.
Δημιουργός όλου αυτού του κόσμου είναι ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, ένας συγγραφέας από την Κοζάνη, άγνωστος μέχρι χθες έξω από τον μικρό κύκλο κάποιων φιλολόγων και τοπικών λογίων. Τον ανακαλύπτουμε με μεγάλη έκπληξη για τον ρεαλισμό της γραφής του και την κοσμοπολιτική προσέγγισή του μέσα από τη συλλογή Ιβάν Τσέρμσκι και άλλα διηγήματα που κυκλοφόρησε από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας σε επιμέλεια του Μάριου-Κυπαρίσση Μώρου και γλωσσάρι, για τις τουρκικές και ιδιωματικές λέξεις, του Ενκελέντ Μπιλάλι-Αλίκο.
Η έκδοση περιλαμβάνει 18 διηγήματα, γραμμένα στο διάστημα 1918-1937, που αποτελούν εξαιρετικά δείγματα μιας δυναμικής λογοτεχνίας και κυρίως μιας δυναμικής θεματολογίας, η οποία δυστυχώς δεν έχει διερευνηθεί από τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς. Και είναι κρίμα που λογοτεχνικά η περιοχή αυτή είναι ταυτισμένη σχεδόν αποκλειστικά με το έργο της Πηνελόπης Δέλτα.
Σε μια εποχή που η «επαρχία κοιτάζει με το ένα μάτι στην Ευρώπη και με το άλλο στην Αθήνα, παραγνωρίζοντας τις δυνατότητες του τοπικού», ο Τσιτσελίκης αναδεικνύει ήρωες που δημιουργούνται μέσα στις τοπικές συνθήκες, φυσικά τις ιστορικές αλλά και τις συνθήκες της γεωγραφίας.
Η τριετής Γαλλική Κατοχή, για παράδειγμα, που τη βρίσκουμε σε διηγήματα του Τσιτσελίκη είναι μια άγνωστη θεματική περιοχή για την ελληνική λογοτεχνία. Διαβάζοντας αυτά τα διηγήματα, σκέφτομαι, χωρίς φυσικά να υπάρχει σύγκριση, το πρόσφατο βιβλίο του Νταβίντ Ντιόπ, Τη νύχτα όλα τα αίματα είναι μαύρα (εκδόσεις Πόλις), για τους Αφρικανούς στρατιώτες του γαλλικού στρατού κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στα διηγήματα του Τσιτσελίκη συναντάμε Αλγερινούς στρατιώτες ή μαροκινά αποσπάσματα που σπέρνουν «τον τρόμο και τον θάνατο στη μακεδονική γη», κι έτσι υποψιαζόμαστε αυτόν τον πλούτο χαρακτήρων και επεισοδίων. Τελικά, πόσοι άγνωστοι κόσμοι, πόσες ζωές, πόσες ευαισθησίες σ' αυτή την αχαρτογράφητη λογοτεχνικά περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Τα διηγήματα του Τσιτσελίκη μοιάζουν με αυτήν τη «λογοτεχνία των συνόρων», την οποία έχω βρει και αγαπήσει σε αντίστοιχης θεματολογίας διηγήματα Αμερικανών συγγραφέων, όπως για παράδειγμα αυτά του Στίβεν Κρέιν, στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα.
Αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, μοιάζει με λογοτεχνικό ήρωα. Σε μια εποχή που η «επαρχία κοιτάζει με το ένα μάτι στην Ευρώπη και με το άλλο στην Αθήνα, παραγνωρίζοντας τις δυνατότητες του τοπικού», όπως γράφει ο επιμελητής της έκδοσης Μάριος Μώρος, ο Τσιτσελίκης αναδεικνύει ήρωες που δημιουργούνται μέσα στις τοπικές συνθήκες, φυσικά τις ιστορικές αλλά και τις συνθήκες της γεωγραφίας (βουνά, ποτάμια, απομονωμένα χωριά, περίκλειστες κοιλάδες). Η Μακεδονία, που δεν έχει ενσωματωθεί ακόμα, τουλάχιστον ψυχολογικά, βρίσκεται σε μια περίοδο μετάβασης, γεμάτη συγκρούσεις, αβεβαιότητες, με πολλή σκοτεινιά αλλά και φως.
Ο Τσιτσελίκης γεννήθηκε το 1882, στην Κοζάνη. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα, στη Γερμανία αλλά και στην Κωνσταντινούπολη (τουρκικό δίκαιο), για να πάρει άδεια άσκησης της δικηγορίας στα οθωμανικά δικαστήρια. Ήταν αντιβενιζελικός και μοναρχικός. Είχε ταχθεί υπέρ της επανόδου του βασιλιά στο δημοψήφισμα του 1935. Ταυτόχρονα, ήταν αντιεθνικιστής, κοσμοπολίτης, πολύγλωσσος και κατανοούσε τις γυναίκες σαν να ήταν σύγχρονός μας. Πέθανε το 1937 στην Αθήνα, στη διάρκεια ενός περιπάτου του στη λίμνη του Μαραθώνα. Ήταν πενήντα έξι ετών.
Στο διήγημα «Ένα ξερίζωμα», το ιστορικό πλαίσιο είναι η ανταλλαγή των πληθυσμών. Ο χώρος της δράσης είναι ένα χωριό των Γρεβενών που κατοικείται από Βαλαάδες, δηλαδή μουσουλμάνους, αλλά ελληνόφωνους. Στο χωριό φτάνουν Έλληνες πρόσφυγες από τον Πόντο, πολλοί από τους οποίους δεν ξέρουν ελληνικά. Έτσι, η σχέση μουσουλμάνων ελληνόφωνων και χριστιανών τουρκόφωνων δημιουργεί ένα μείγμα που από μόνο του είναι αρκετό να βάλει φιτίλι σε οποιαδήποτε «εθνική ταυτότητα». Η δράση εξελίσσεται μέσα από την ερωτική σχέση ενός νέου από την κοινότητα των Βαλαάδων και ενός κοριτσιού νεοφερμένου από τον Πόντο. Η σχέση αυτή, απαγορευμένη και επομένως κρυφή και μυστική για τις δύο πλευρές, διακόπτεται βίαια, καθώς ο πληθυσμός των Βαλαάδων ανταλλάσσεται με Έλληνες της Τουρκίας και εγκαταλείπει τα χωριά του.
Το διήγημα στηρίζεται ιδεολογικά σε μια πρωτοποριακή, για την εποχή, θέση που διατυπώνει ο βασικός ήρωας: «Μόνο να συλλογιστείς ήσυχα ότι άλλο πράγμα είναι η θρησκεία και άλλο το έθνος». Στον επίλογο του διηγήματος, που είχε εκδοθεί αυτοτελώς στην Αθήνα το 1926, ο Τσιτσελίκης θεωρεί λάθος την ανταλλαγή των είκοσι δύο χιλιάδων ελληνόφωνων Βαλαάδων, που θα ήταν εύκολο να αφομοιωθούν σε βάθος μίας ή δύο γενεών μέσα από την εκπαίδευση. Μεγάλος σύμμαχος σ' αυτό ήταν η γλώσσα, γράφει στον επίλογό του ο συγγραφέας, που βάζει τον ελληνόφωνο μουσουλμάνο ήρωά του να απαγγέλει στην αγαπημένη του Μαλακάση και Παλαμά: «Τώρα που χυθ' η νύχτα αγριεμένη / απ' όλα της τ' αστέρια ορφανή / που αστράφτουν και βροντούν οι ουρανοί / και κάτω η γη κοιμάται τρομαγμένη».
Το διήγημα «Η Ελενίτσα» ‒το είπαμε κιόλας– έχει ως φόντο του την τριετή Γαλλική Κατοχή της Κοζάνης (1916-19). Η Ελενίτσα, μια πόρνη από την Κωνσταντινούπολη, αποφασίζει να φύγει προς τα δυτικά, καθώς την έχουν πάρει κάπως τα χρόνια. Όταν έφτασε στη Θεσσαλονίκη, διαπίστωσε ότι δεν «θα είχε πέραση». Και πήγε πιο δυτικά, στην Κοζάνη, «όπου είχε πληροφορίες ότι δεν ήταν καμία άλλη ομότεχνός της». Έγινε η αγαπημένη των Γάλλων, του νεαρού ανθυπίλαρχου Ολιβιέ. Σε μια ατμόσφαιρα παράδοξη, όπου ρέει σαμπάνια Μοέ σ' ένα περιβάλλον φτώχειας και εξαθλίωσης, η Ελενίτσα τελικά πεθαίνει από φυματίωση, αφού έχει προλάβει όμως να ευεργετήσει μερικούς συμπατριώτες της, που από άγνοια πέφτουν μέσα στην «ουδέτερη ζώνη» και συλλαμβάνονται ως αντάρτες.
Αναφέρομαι μόνο σε δύο διηγήματα από τα δεκαοχτώ της συλλογής, που εικονογραφούν αυτήν τη λογοτεχνία των συνόρων. Μερικές φορές μοιάζει να είναι λογοτεχνία πέρα από τα σύνορα.
ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η Γαλλική Κατοχή ήταν πολύ βίαιη και άγνωστο κεφάλαιο της Ιστορίας. Ο αντιβενιζελισμός στην περιοχή της Κοζάνης έχει ως μια αιτία του τη δράση του γαλλικού αποικιακού συντάγματος. Αρκετές ιστορικές σελίδες είναι ακόμη αδιάβαστες και λογοτεχνικά ανεκμετάλλευτες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια