Έναν και πλέον μήνα κατά τον οποίο υποκρινόταν και μετά την ομολογία της δολοφονίας της 20χρονης συζύγου του, ο 32χρονος Μπάμπης Αναγνωστόπουλος «χτίζει» μεθοδικά την υπερασπιστική γραμμή του εμφανιζόμενος σαν ο συγκαταβατικός της σχέσης, αλλά και μετανιωμένος για ό, τι έκανε.
Στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στον ΑΝΤ1, ζητάει «συγγνώμη» από την οικογένεια τής αδικοχαμένης συζύγου του, η οποία όπως αναφέρει είναι και δική του οικογένεια.
«Η συγγνώμη είναι μικρή λέξη. Είμαι συντετριμμένος… Με νοιάζει μόνο το παιδί. Έκρυψα την αλήθεια μόνο και μόνο για να μπορέσω να το μεγαλώσω. Μου αξίζει η τιμωρία μου και αρνήθηκα να με εξετάσει ψυχίατρος, είμαι πλήρως συνειδητοποιημένος για το τι έγινε», προλειαίνοντας το δρόμο προς τη δίκη.
Για την κόρη τους λέει πως «ένα πράγμα θέλω πια. Το παιδί μας, η Λυδία να πάει είτε στη μια μου οικογένεια είτε στην άλλη μου οικογένεια. Η Λυδία είναι όλη μου η ζωή. Οι καυγάδες που είχαμε με την Καρολάιν αφορούσαν μόνο το παιδί μας».
Η αλλαγή στη συμπληρωματική κατάθεση
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη ΓΑΔΑ και λίγο πριν οδηγηθεί στα δικαστήρια, ο καθ'ομολογίαν δολοφόνος κλήθηκε εκ νέου να περιγράψει πώς σκότωσε την 20χρονη, αλλά και πώς δέθηκε στη συνέχεια, για να παραπλανήσει την αστυνομία.
Η συμπληρωματική προανακριτική απολογία του 32χρονου δόθηκε στις 3 τα ξημερώματα της 18ης Ιουνίου.
Παρότι αρχικά είχε υποστηρίξει πως είχε την Καρολάιν αγκαλιά και προσπαθούσε να την ηρεμήσει, στη συμπληρωματική απολογία του άλλαξε την κατάθεση, αναφέροντας πως της πίεζε το κεφάλι με όλο το βάρος του σώματός του.
Σε κάθε περίπτωση, ο κατηγορούμενος επιχείρησε να αποδώσει ευθύνες στην 20χρονη, επικαλούμενος ως πρόφαση την συμπεριφορά της στην κόρη τους.
«Η Καρολάιν κοιμόταν μπρούμυτα και η δεξιά πλευρά του προσώπου της ακουμπούσε στο μαξιλάρι. Ξάπλωσα δίπλα της προσπαθώντας να της πω ότι αυτό που έκανε στη Λυδία ήταν πάρα πολύ άσχημο. Αυτή δεν ήθελε ούτε να με ακούσει. Μου είπε να φύγω και εγώ και η Λυδία. Τότε λοιπόν, όπως ήταν μπρούμυτα ξαπλωμένη, πήγα από πάνω της, προσπαθώντας να την κάνω να με ακούσει. Αυτή τιναζόταν για να με πετάξει από πάνω της, αλλά όσο αυτή τιναζόταν, τόσο εγώ την πίεζα γιατί το μόνο που ήθελα ήταν να με ακούσει. Ενώ ήμασταν σε αυτή την κατάσταση, εγώ από πάνω της να την πιέζω και αυτή να τινάζεται, το μπροστά μέρος του προσώπου της, δηλαδή το στόμα, η μύτη και τα μάτια της κόλλησαν στο μαξιλάρι. Δεν θυμάμαι αν εκείνη τη στιγμή της πίεσα με τα χέρια μου το κεφάλι, νομίζω όμως ότι με το βάρος του σώματός μου της πίεζα το κεφάλι. Όσο την πίεζα της είπα 2-3 φορές: "Τη μικρή δεν θα την ξαναχτυπήσεις". Αυτό όλο πρέπει να κράτησε κάνα πεντάλεπτο, μέχρι που κατάλαβα ότι η Καρολάιν είχε σταματήσει να κουνιέται. Στη συνέχεια μέσα στον πανικό μου, προσπάθησα να την συνεφέρω, είδα όμως πως αυτό ήταν μάταιο» απάντησε στο αίτημα περιγραφής για μια ακόμη μια φορά της στιγμής που αγκάλιασε τη σύζυγό του.
Επιπλέον, ερωτηθείς για το πώς δέθηκε, απάντησε: «Θυμάμαι ότι τα έδεσα πίσω από τα πόδια μου. Έδεσα τα πόδια μου μεταξύ τους. Στη συνέχεια έδεσα τα πόδια μου στις τάβλες του κρεβατιού και τελευταία όπως είναι φυσικό έδεσα τα χέρια μου πίσω από τα πόδια μου.»
«Αγωνιώδης θάνατος για την Κάρολαϊν»
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση ο θάνατός της προήλθε από ασφυξία, έπειτα από φραγή των αεροφόρων οδών, με την κοπέλα ανήμπορη να αναπνεύσει για περίπου έξι λεπτά.
Σύμφωνα με τη νεκροψία, παρατηρήθηκαν πολλαπλές ασφυκτικές κηλίδες στο πρόσωπό της. Ο ανακριτής της υπόθεσης του εγκλήματος στα Γλυκά Νερά έχει στα χέρια του τα πλήρη τα στοιχεία της υπόθεσης μεταξύ των οποίων και η ερμηνεία της ιατροδικαστή για τις καταγραφές της καρδιακής λειτουργίας από το ρολόι της 20χρονης, που φαίνεται να μην συμφωνούν με όσα ισχυρίστηκε στην ομολογία του ο δράστης.
Όπως αναφέρει στην κατάθεση της στους αστυνομικούς η ιατροδικαστής, ο θάνατος της 20χρονης επήλθε στο διάστημα από τις 4:05 έως τις 4:11 οπότε και καταγράφηκε απότομη αύξηση των καρδιακών παλμών. Μερικά λεπτά νωρίτερα, συγκεκριμένα στις 3:58 οι καρδιακοί παλμοί της Καρολάιν δηλώνουν ένα άτομο που κοιμάται. Στην κατάθεση της η ιατροδικαστής αναφέρει ότι όταν βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος και είδε το ρολόι που φορούσε το θύμα το πήρε ώστε να προστατευθεί και να μεταφερθεί για αξιολόγηση στα εγκληματολογικά εργαστήρια.
«Από τα δεδομένα λοιπόν που έχουν καταγραφεί στο smartwatch και μου εκθέτετε εκτιμώ τα ακόλουθα: Η καρδιακή συχνότητα ενός ατόμου εν ηρεμία ή σε φυσική δραστηριότητα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως την ηλικία, την κατάσταση της καρδιάς ή αν το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση σωματικού ή ψυχικού στρες. Από τις τιμές που μου αναφέρεται θεωρώ ότι η καρδιακή συχνότητα από 48 έως 58 η οποία καταγράφεται 1:41 έως 3:51 της 11ης Μαΐου 2021 αντιστοιχεί σε περίοδο ύπνου.
Το ίδιο θεωρώ και για την καταγραφή στις 3:58 ώρα που οι παλμοί είναι 61 λεπτό. Στις 4:05 οι παλμοί αυξάνονται κατά 50 τοις 100 περίπου από τους παλμούς που είχε το άτομο εν ηρεμία στον ύπνο του. Θεωρώ ότι εκείνη τη χρονική στιγμή το άτομο βρισκόταν σε κατάσταση πολύ ισχυρού ψυχικού ή σωματικού στρες. Με δεδομένο ότι έχω προσδιορίσει την ώρα του θανάτου κατά τη στιγμή της αυτοψίας του χώρου στις πέντε με έξι ώρες από τις 10 η ώρα που ήταν η ώρα της αυτοψίας, θεωρώ απολύτως συμβατό η διαδικασία του μηχανισμού του θανάτου να έλαβε χώρα από τις 4:05 έως τις 4:11. Στις 4:11 ώρα είναι η τελευταία καταγραφή του smartwatch και θεωρώ ότι αμέσως μετά επήλθε ο θάνατος. Από την νεκροψία και νεκροτομή είχα συμπεράνει ότι διαδικασία του θανάτου πράγματι διήρκεσε μερικά λεπτά ότι δηλαδή ο θάνατος δεν ήταν ακαριαίος».