Στην Αθήνα του 405 π.Χ., με την πόλη να ζει μία από τις χειρότερες περιόδους της, τα δεινά του πολέμου να έχουν διαλύσει ηθικά τον πληθυσμό και τους ανθρώπους που κατείχαν την εξουσία να είναι βυθισμένοι στη διαφθορά, ο Αριστοφάνης κερδίζει στα Λήναια το πρώτο βραβείο με τους «Βατράχους», μια κωμωδία ευφυή, ξεκαρδιστική και στοχαστική που φέρνει στη συζήτηση τον ρόλο της ποίησης και το κατά πόσο οι ποιητές μπορούν να σώσουν την πόλη και την τιμή της.
Στην ιστορία του ο Αριστοφάνης παρουσιάζει τον θεό Διόνυσο και το ταξίδι του με τον πανέξυπνο δούλο του Ξανθία, που μέσα από μια σειρά περιπετειών κωμικών παρεξηγήσεων και αλλαγής ρόλων φτάνουν στον Άδη για να φέρουν πίσω ως σωτήρα της Αθήνας τον Ευριπίδη. Φτάνοντας εκεί θα πέσουν σε έναν «πόλεμο» και θα γίνουν μάρτυρες μιας σύγκρουσης ανάμεσα στον Ευριπίδη και τον Αισχύλο, που μάχονται για τον θρόνο της τραγωδίας στον Άδη. Με τον Διόνυσο ως κριτή αυτής της αμφίρροπης μάχης, ο Αριστοφάνης επιφυλάσσει ένα τέλος απρόσμενο.
Με αυτήν τη μονομαχία των ποιητών στον άλλο κόσμο η Αργυρώ Χιώτη κάνει το ντεμπούτο της φέτος στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στις 9, 10 και 11 Ιουλίου, αναζητώντας τη σημασία του κομβικού ρόλου της ποίησης ως υλικού κοινωνικής συνοχής σε μια εποχή πνευματικής κρίσης σαν τη σημερινή.
Η όλη μου αντίληψη για τον κόσμο αυτόν που δημιουργήσαμε είναι μια αντιστροφή κατάβασης και ανάτασης. Δηλαδή, ενώ πρόκειται για κατάβαση στον Κάτω Κόσμο, εμείς βρίσκουμε τους «αναγεννημένους», δηλαδή ανθρώπους, πλάσματα που έχουν αφήσει πίσω το βάρος της ύπαρξής τους, που παίζουν, γελούν και συνδέονται με τις λέξεις και τις μουσικές με τρόπο πρωτόγνωρο, αθώο, αστείο, ελεύθερο.
— Έχετε ένα ερώτημα με το οποίο ξεκινάτε τη σύνοψη του έργου σας, αν η ποίηση έχει θέση σε μια ευημερούσα κοινωνία. Με αυτό θα ήθελα να ξεκινήσω τη συζήτησή μας. Έχει;
Φυσικά και έχει, μπορεί να παρεισφρήσει σε κάθε μικρή στιγμή της καθημερινότητας, σαν τη ρίζα που ξεπροβάλλει μέσα από το μπετόν, από μια μικρή ρωγμή, και σπάει την όποια ομοιομορφία. Βρεθήκαμε συχνά, όλον αυτόν τον καιρό της παύσης, μπροστά στο ερώτημα: σκεφτείτε την κοινωνία μας χωρίς τέχνη, χωρίς μουσική, χωρίς κινηματογράφο, χωρίς θέατρο, χωρίς ποίηση, χωρίς καμία διέξοδο προς μια άλλη διάσταση και προς την ομορφιά.
— Μιλάμε πολλές φορές για τη σιωπή των ποιητών ή αλλιώς για την απουσία αυτών των λέξεων ή των φωνών που θα ήταν νουνεχείς ή καθοδηγητικές. Σιωπούν, λοιπόν, οι ποιητές. Αν δεν σιωπούσαν όμως, θα τους ακούγαμε;
Η ποίηση είναι τρόπος αντίληψης του κόσμου, μια συνεχής απόπειρα ερμηνείας του, πηγαία αναζήτηση σύνδεσης με αυτόν μέσω της ομορφιάς. Με αυτούς τους όρους δεν μπορεί να σιωπήσει. Οι ποιητές είναι εκεί, παντού τριγύρω μας, ποιητές της γλώσσας, ή άλλης τέχνης, ή της καθημερινότητας. Εμείς μάλλον πρέπει να θέλουμε να τους ακούσουμε, να είμαστε ανοιχτοί και να τους αναζητήσουμε, όπως και να τους αφήσουμε να υπάρχουν γύρω μας. Εμπεριέχει μια αντίφαση η απαίτηση των «ποιητών» να μιλήσουν στη γλώσσα μας ώστε να μας καθοδηγήσουν. Είναι σαν να τους ζητάς να πουν αυτό που θες ν’ ακούσεις και να δουν τον κόσμο αλλιώς… αυτοί, όχι εσύ.
— Μέσω της ποιητικής μονομαχίας στον άλλο κόσμο ή, ακόμα και μεταφορικά, σε έναν άλλο κόσμο τι είναι αυτό που θέλετε να προβάλετε;
Ότι ο άνθρωπος αναζητά διακαώς διαφυγές από την πεζή πραγματικότητα –όποια κι αν είναι αυτή‒, ότι οι υπερβατικές μικρές ή μεγάλες στιγμές είναι που τον κινούν και τον τρέφουν, ότι δηλαδή η πιο ανθρώπινη, μικρή διάστασή μας, που μπορεί να φαίνεται αθώα ή γελοία, δεν είναι παρά η άλλη όψη της πιο μεγάλης, της ανθρώπινης, της σχεδόν θεϊκής, του καλύτερου που μπορεί να είμαστε. Οπότε η αναζήτηση είναι που έχει σημασία, ο αγώνας προς μια ανάταση, όχι το αποτέλεσμα…
— Ο Αριστοφάνης εμφανίζει έναν Χορό βατράχων μόνο σε ένα χορικό, αλλά ονομάζει την κωμωδία από αυτούς. Τι πιστεύετε γι’ αυτόν τον τίτλο;
Ήταν από τα πρώτα μου ερωτήματα, όταν αναζητούσα αναλύσεις και ερμηνείες στα πρώτα στάδια της εργασίας μας με τον μεταφραστή μας (ποιητή) Νίκο Α. Παναγιωτόπουλο. Κατάλαβα πως ο Χορός των βατράχων ήταν για τον Αριστοφάνη τα λεγόμενα «μεγάλα κούφια» λόγια των δήθεν ποιητών, το «μπλα μπλα», η φασαρία χωρίς ουσία ποιητών φαφλατάδων. Γι’ αυτό και τοποθετεί το χορικό τους σχετικά νωρίς στο έργο, προχωρώντας γρήγορα στον υπέροχο άλλο Χορό του, των μυστών ή μυημένων, ο οποίος και είναι παρών στη συνέχεια. Μ’ έναν τρόπο, λοιπόν, οι βάτραχοι του τίτλου είναι, κατά τη γνώμη μου, κάτι σαν «κούφιοι ποιητές» ή « τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα»…
— Το έργο γράφεται τη χρονιά που τελειώνει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος. Η Αθήνα τα έχει δει κυριολεκτικά όλα, σπουδαίους άνδρες και μεγάλους δημαγωγούς, και έχει σημαδευτεί απ’ όλες τις δύσκολες συνθήκες, οικονομικές, πολιτικές, ηθικές. Ο Αριστοφάνης, ως μεγάλος πολέμιος του Πελοποννησιακού Πολέμου, τι στάση κρατά σε αυτό το έργο κατά τη γνώμη σας;
Ο Αριστοφάνης γράφει τους «Βατράχους» στο τέλος, όπως λέτε, ενός πολέμου που κράτησε κοντά τριάντα χρόνια, λίγους μήνες μετά την τελευταία, όπως αποδείχτηκε, στρατιωτική νίκη των Αθηναίων και αμέσως μετά την αναπάντεχη και βιαστική απόφαση να εκτελεστούν οι νικητές στρατηγοί. Μέσα στο κλίμα αυτό το έργο μιλάει διαρκώς για τον κίνδυνο της δημαγωγίας και την ανάγκη μιας πόλης να μπορεί να σκέφτεται και να αποφασίζει με πολιτική ψυχραιμία ακόμα και σε περιόδους ακραίας κρίσης. Σχολιάζει συνεχώς τους διεφθαρμένους, φιλοχρήματους ή οπορτουνιστές πολιτικούς, την τάση για διχόνοια και την επιπολαιότητα των αποφάσεων. Είναι δύσκολο να φανταστούμε την ένταση εκείνων των ημερών. Μόλις έναν χρόνο μετά την παρουσίαση του έργου, σε μια συνέλευση στη Σπάρτη για την τύχη της ηττημένης πια Αθήνας και των πολιτών της, θα συζητηθεί εάν πρέπει να ισοπεδωθεί η πόλη ή όχι.
— Ο Αριστοφάνης εμφανίζει και έναν δούλο σε ρόλο πρωταγωνιστικό, τον Ξανθία (ρόλο που τελειοποιεί στον «Πλούτο», με τον Καρίωνα), καθώς η Αθήνα είχε ανεπτυγμένη δουλοπαροικία, μάλιστα στην κλασική εποχή τους αποκαλούσαν ανδράποδα. Είναι μια θέση αυτή, ένα σχόλιο για τη δουλεία;
Ο Ξανθίας είναι το πρόσωπο, ο άνθρωπος (ο πιο αθώος ή ο πιο συνετός) με τον οποίον ταυτιζόμαστε, θεωρώ, περισσότερο απ’ όλους στους «Βατράχους». Τη δική του διαδρομή στον Κάτω Κόσμο ακολουθούμε και μέσα από αυτόν, σε μεγάλο βαθμό, καταλαβαίνουμε τα πράγματα. Λέει στην αρχή: «Σ’ αυτά τα μυστήρια εγώ είμαι τελικά το γαϊδούρι». Πολύ συγκινητική φιγούρα, πολύ ανθρώπινη.
— Γιατί διαλέξατε μια γυναίκα για τον ρόλο ενός δούλου; Είναι τυχαία η επιλογή ενός καλού ηθοποιού ή η αντιστροφή του φύλου σημαίνει κάτι;
Δεν μπορεί μια τέτοια επιλογή να είναι τυχαία, όχι. Νομίζω πως πολλά μπορεί να σημαίνει, άλλα συνειδητά και άλλα σχεδόν ασυνείδητα, περνώντας σίγουρα και από την πρώτη και καθαρή αναγωγή του δούλου στη θέση της γυναίκας σήμερα, στην ευημερούσα(;) κοινωνία μας.
— Σκηνοθετώντας αυτή την κωμωδία, τι μηνύματα θέλετε να περάσετε στο κοινό; Τι θέλετε να τους εντυπωθεί από αυτή την αφήγηση;
Η όλη μου αντίληψη για τον κόσμο αυτόν που δημιουργήσαμε είναι μια αντιστροφή κατάβασης και ανάτασης. Δηλαδή, ενώ πρόκειται για κατάβαση στον Κάτω Κόσμο, εμείς βρίσκουμε τους «αναγεννημένους», δηλαδή ανθρώπους, πλάσματα που έχουν αφήσει πίσω το βάρος της ύπαρξής τους, που παίζουν, γελούν και συνδέονται με τις λέξεις και τις μουσικές με τρόπο πρωτόγνωρο, αθώο, αστείο, ελεύθερο. Ένα άνοιγμα καρδιάς θα ήθελα να συμβεί, και να μείνει, κι ας έχει διαφορετικές λέξεις και σημασίες για τον καθένα. Μήπως η πιο αθώα, παιδική μας όψη είναι και η πιο θεϊκή;
«Βάτραχοι» του Αριστοφάνη
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
9, 10 και 11 Ιουλίου
Συντελεστές
Μετάφραση: Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος
Σκηνοθεσία: Αργυρώ Χιώτη
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Μουσική: Jan Van Angelopoulos
Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Προπόνηση - Ακροβατικά: Μανούκ Καρυωτάκης
Βοηθός σκηνοθέτιδας: Κατερίνα Κώτσου
Παίζουν (με σειρά εμφάνισης): Εύη Σαουλίδου (Ξανθίας), Μαρία Κεχαγιόγλου (Διόνυσος), Μιχάλης Βαλάσογλου (Ηρακλής), Μανούκ Καρυωτάκης (Νεκρός), Ευθύμης Θέου (Χάρος, Αιακός, Πλούτων), Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη (Θεράπαινα, Ξενοδόχα ΑΆ), Χαρά Κότσαλη (Ξενοδόχα ΒΆ), Δήμητρα Βλαγκοπούλου (Υπηρέτης), Ακύλλας Καραζήσης (Ευριπίδης), Νίκος Χατζόπουλος (Αισχύλος), Αντώνης Μυριαγκός (Κορυφαίος)
Χορός βατράχων και μυστών: Μιχάλης Βαλάσογλου, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Ευθύμης Θέου, Μανούκ Καρυωτάκης, Χαρά Κότσαλη, Σπύρος Μάστορας, Αντώνης Μυριαγκός, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη