Το 1983 ή το 1984 ο Κιθ Χάρινγκ έφτιαξε ένα έργο για όσους ζούσαν στο Grace House, ένα κέντρο νεότητας στο Μανχάταν που ανήκε στην καθολική εκκλησία και φιλοξενούσε εφήβους διωγμένους από τα σπίτια τους. Ο Χάρινγκ οραματίστηκε ένα αριστουργηματικό έργο με τις φιγούρες του να διατρέχουν όλο το κλιμακοστάσιο του κτιρίου σε μήκος 85 ποδιών.
Η τοιχογραφία που ακολουθούσε τη ροή του κτιρίου ως συνεχές έργο, γύρω από πόρτες, γωνίες και σωλήνες, σχεδιάστηκε ειδικά για να εμπνέει και να ενθαρρύνει τους εφήβους που έβρισκαν εκεί καταφύγιο. Περιλαμβάνει μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά του μοτίβα, το «Radiant Baby», το «Barking Dog» και τις χορευτικές φιγούρες του και είναι μέρος μιας σημαντικής ομάδας τοιχογραφιών του, από τις σαράντα πέντε που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του και από τις οποίες μέχρι σήμερα σώζονται λιγότερες από τις μισές.
Ο Κιθ Χάρινγκ άφησε την υπογραφή του στο κτίριο, σχέδια γεμάτα ενέργεια που διατρέχουν στο κλιμακοστάσιο σε μια αισιόδοξη παρέλαση απρόσωπων μορφών που ανεβαίνουν τα σκαλιά. Όταν το 2016 το καταφύγιο έκλεισε, η τύχη της τοιχογραφίας ήταν αβέβαιη. Ο ιδιοκτήτης, η Εκκλησία της Αναλήψεως, πούλησε το κτίριο, απορρίπτοντας τις εκκλήσεις του ιδρύματος Χάρινγκ για να εξασφαλίσει έναν αγοραστή που θα συντηρούσε το έργο.
Η δημιουργική του προσέγγιση απελευθερώνει ιδέες, φόρμες, δημιουργικές εικόνες, με μια δική τους γλώσσα, και τους επιτρέπει να «αναπνέουν». Ο Χάρινγκ χρησιμοποίησε τα απλούστερα μέσα για να επικοινωνήσει απευθείας με το κοινό και να δημιουργήσει ένα σώμα εργασίας που θα ήταν προσβάσιμο σε όλους τους θεατές.
Αντ' αυτού, πλήρωσε σε μια εταιρεία 900.000 δολάρια προκειμένου να την αποκολλήσει σε τμήματα και την έστειλε να δημοπρατηθεί στον οίκο Μπόναμς. Τα 13 συνολικά πάνελς αγοράστηκαν για 3,86 εκατομμύρια δολάρια, τιμή ρεκόρ για μια τοιχογραφία του Χάρινγκ. Ο αγοραστής παρέμεινε ανώνυμος και όλοι φοβήθηκαν ότι ένα έργο που δημιουργήθηκε για να ενθαρρύνει τους έφηβους, όντας σε κοινή θέα, θα έμενε αθέατο στο σπίτι ενός πλούσιου συλλέκτη.
Η Nora Burnett Abrams, διευθύντρια του μουσείου του Ντένβερ, έχει προσωπική σχέση με τον αγοραστή, του οποίου το όνομα δεν αποκαλύπτει. Το έργο του Χάρινγκ δανείστηκε στο μουσείο και θα εκτεθεί έως τις 22 Αυγούστου. Για άλλη μια φορά η ιστορία του Χάρινγκ που πέθανε από AIDS το 1990 σε ηλικία 31 ετών και η σχέση του με την τέχνη και τον δημόσιο χώρο έρχονται στο προσκήνιο.
Στο μουσείο του Ντένβερ έχουν αναπαραστήσει και τα εφήμερα δίπλα στα οποία ο Χάρινγκ δημιούργησε τις φιγούρες του, τις πόρτες και το γραμματοκιβώτιο που υπήρχαν στους διαδρόμους, οι οποίες επισημαίνουν τις λεπτομέρειες της αρχικής εγκατάστασής του. Τα έργα αποξηλώθηκαν προσεκτικά σε βάθος λίγων εκατοστών από την επιφάνεια του τσιμεντένιου μπλοκ του τοίχου και ενισχύθηκαν με μεταλλικό σκελετό κατά μήκος της πλάτης. Η βαμμένη επιφάνεια έμεινε ανέγγιχτη και οι αρχικές γρατζουνιές και ρωγμές παραμένουν όπως ήταν αρχικά. Τα μεμονωμένα τμήματα ζυγίζουν εκατοντάδες κιλά, ενώ κάποια έχουν έκταση σχεδόν 3 μέτρα σε ύψος και πλάτος.
Μετά τον πειραματισμό του με κολάζ και σχέδιο, ο Κιθ Χάρινγκ ανέπτυξε μια άμεση προσέγγιση στην τέχνη, την οποία το Grace House Mural αντανακλά έντονα. Όπως και με το μεγαλύτερο μέρος της ζωγραφικής του, αυτό το έργο καθιστά σαφές πώς η δύναμη της δουλειάς του βρίσκεται εν μέρει στην τολμηρή και ευέλικτη χρήση της γραμμής, με μια ευχάριστη εφαρμογή χρώματος στον τοίχο, παλλόμενη από ενέργεια και ζωτικότητα, που συνομιλεί και αλληλεπιδρά με τον θεατή.
Η δημιουργική του προσέγγιση απελευθερώνει ιδέες, φόρμες, δημιουργικές εικόνες, με μια δική τους γλώσσα, και τους επιτρέπει να «αναπνέουν». Ο Χάρινγκ χρησιμοποίησε τα απλούστερα μέσα για να επικοινωνήσει απευθείας με το κοινό και να δημιουργήσει ένα σώμα εργασίας που θα ήταν προσβάσιμο σε όλους τους θεατές. Ξεκινώντας με τα πρώτα του σχέδια, που έγιναν σε σταθμούς του μετρό στη Νέα Υόρκη, και συνεχίζοντας με τις μεγάλης κλίμακας δημόσιες τοιχογραφίες του, που ήταν στο επίκεντρο των δημιουργικών του προσπαθειών για τον εκδημοκρατισμό της τέχνης του και τη δέσμευση να τη μοιραστεί όσο το δυνατόν ευρύτερα, τα έργα στο μουσείο του Ντένβερ αποτελούν μια συνέχεια της δημιουργικής του εμπλοκής με το κοινό, που συνεχίζεται τρεις δεκαετίες μετά από το θάνατό του.
Μπορεί η αφήγηση να έχει εν μέρει χαθεί με τις τοιχογραφίες να είναι σε ένα επίπεδο και ο θεατής να μην αισθάνεται ότι τις κοιτάζει ανεβαίνοντας σκαλοπάτια, αλλά είναι ένας τρόπος να διασωθεί το έργο του και να έρθει σε επαφή με ένα μεγαλύτερο κοινό.