Μια μολυσματική και ταχέως αναπτυσσόμενη ασθένεια των κοραλλιών που σαρώνει την Καραϊβική ενδέχεται να συνδέεται με τα απόβλητα ή το νερό έρματος των πλοίων, σύμφωνα με έρευνα.
Η θανατηφόρα λοίμωξη, γνωστή SCTLD, η ασθένεια δηλαδή απώλειας του πετρώματος που βρίσκεται στους ιστούς των κοραλλιών, εντοπίστηκε για πρώτη φορά στη Φλόριντα το 2014 και έκτοτε μετακινήθηκε στην ευρύτερη περιοχή, προκαλώντας μεγάλη ανησυχία στους επιστήμονες.
Εξαπλώνεται γρηγορότερα από τις περισσότερες ασθένειες των κοραλλιών και έχει ένα ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ των ειδών, που είναι πιο ευπαθή, καθιστώντας τη δυνητικά την πιο θανατηφόρα ασθένεια που έχει επηρεάσει ποτέ τα κοράλλια.
Περισσότερα από 30 είδη κοραλλιών είναι ευπαθή. Η λοίμωξη εντοπίστηκε στην Τζαμάικα το 2018, στη συνέχεια στην Καραϊβική, στο Sint Maarten και τις Μπαχάμες. Έκτοτε έχει βρεθεί σε 18 άλλες χώρες.
Στο Μεξικό, ποσοστό άνω του 40% των υφάλων, σύμφωνα με μία μελέτη, είχε τουλάχιστον 10% μολυσμένα κοράλλια από την SCTLD. Στη Φλόριντα, η μείωση της πυκνότητας των κοραλλιών πλησίασε το 30% και η απώλεια ζώντων ιστών αυξήθηκε κατά 60%.
Οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμη καταφέρει να προσδιορίσουν εάν η ασθένεια προκαλείται από έναν ιό, ένα βακτήριο, μια χημική ουσία ή κάποιο άλλο μολυσματικό παράγοντα.
Ωστόσο, η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Frontiers in Marine Science υποστηρίζει τη θεωρία ότι μπορεί να οφείλεται στο νερό έρματος, από τα πλοία. Το νερό δηλαδή που χρησιμοποιείται για την ευστάθεια και τη σωστή πλεύση.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στις Μπαχάμες από επιστήμονες του Perry Institute for Marine Science, και διαπίστωσε ότι η SCTLD ήταν πιο διαδεδομένη στους υφάλους, που ήταν πιο κοντά στα κύρια εμπορικά λιμάνια του Nassau και του Grand Bahama, υποδηλώνοντας μια πιθανή σχέση μεταξύ της νόσου και των πλοίων.
Η Judith Lang, επιστημονική διευθύντρια του έργου Rapid Reef Assessment για τον Ατλαντικό και τον Κόλπο, η οποία παρακολουθεί την ασθένεια, δήλωσε πως «Τα ρεύματα που επικρατούν στον κόλπο της Καραϊβικής ωθούν το θαλασσινό νερό στη Φλόριντα και όχι στην αντίστροφη κατεύθυνση, και η κυρίαρχη κατεύθυνση του ανέμου είναι προς τα δυτικά. Έτσι, η ανθρώπινη διασπορά (σε αυτές τις περιοχές) το 2018 ήταν βασική».
Το 2017, η εξάπλωση των θανατηφόρων παθογόνων από τα πλοία όταν εκφορτώνουν νερό έρματος ώθησε τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό να εφαρμόσει τη Σύμβαση Διαχείρισης Νερού Έρματος.
Αυτή απαιτεί από τα πλοία να εκφορτώνουν το νερό έρματος τους, 200 ναυτικά μίλια από την ακτή και σε βάθος τουλάχιστον 200 μέτρων πριν από την είσοδο στο λιμάνι, για να διασφαλιστεί ότι δεν φέρουν επιβλαβή ξένα παθογόνα.
Στις Μπαχάμες, η SCTLD εξαπλώθηκε ραγδαία από την πρώτη της εμφάνιση τον Δεκέμβριο του 2019.
Η Krista Sherman, επιστήμονας στο Ινστιτούτο Perry και συν-συγγραφέας της πρόσφατα δημοσιευμένης έρευνας δήλωσε πως «Η ασθένεια εξαπλώνεται σε περίπου 75 χιλιόμετρα υφάλου, περίπου 46 μίλια στο νοτιότερο νησί στις Μπαχάμες, το Grand Bahama. Μιλάμε για την κάλυψη κυρίως ολόκληρης της νότιας ακτής του νησιού» επισήμανε.
Η ασθένεια είναι επίσης διαδεδομένη στους κοραλλιογενείς υφάλους του πιο δημοφιλούς νησιού στο αρχιπέλαγος στις Μπαχάμες, του New Providence, εκεί όπου βρίσκεται το Nassau και το κύριο λιμάνι.
Η μελέτη σημειώνει την παρουσία διεθνών πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, κρουαζιερόπλοιων και σκαφών αναψυχής σε αυτήν την τοποθεσία, καθώς και σταθμό μεταφοράς καυσίμων.
Τα ποσοστά μόλυνσης μεταξύ των πιο ευπαθών ειδών ήταν 23% και 45% στο New Providence και το Grand Bahama αντίστοιχα, και τα πρόσφατα ποσοστά θνησιμότητας έχουν φτάσει σχεδόν το 43%.
Με εξαίρεση δύο είδη, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι «υπήρχε μια σημαντική σχέση» μεταξύ της νόσου και της εγγύτητας των υφάλων με τα μεγάλα λιμάνια της ναυτιλίας.
Οι τοποθεσίες όπου η ασθένεια της SCTLD είναι διαδεδομένη στις Μπαχάμες είναι όλες δημοφιλείς στους τουρίστες, τους ψαράδες και τους δύτες αναψυχής.
Παράλληλα, υπάρχουν ανησυχίες ότι η ασθένεια των κοραλλιών θα μπορούσε να επηρεάσει την κύρια εξαγωγική αλιεία της χώρας, τον αστακό, δήλωσε ο Adrian LaRoda, πρόεδρος της Συμμαχίας Εμπορικών Ψαράδων στις Μπαχάμες.
Παρόλο που οι ψαράδες αστακών εργάζονται πιο μακριά μέσα στη θάλασσα, η βιομηχανία θα επηρεαστεί εάν πεθάνουν οι ύφαλοι. Η αλιεία του τοπικού αστακού συγκεντρώνει 90 εκατομμύρια δολάρια ετησίως και απασχολεί 9.000 άτομα.
«Οποιοσδήποτε αρνητικός αντίκτυπος στους υφάλους μας σίγουρα θα επηρέαζε δραστικά τους αστακούς μας, επειδή τα ώριμα ζώα μεταναστεύουν (από τους υφάλους) στις ειδικές περιοχές συσσώρευσης ψαριών (μέσω μίας τεχνικής αλίευσης ψαριών)», δήλωσε ο LaRoda.
Πρόσθεσε δε, ότι θα επηρεαστεί επίσης το ποσοστό αναπαραγωγής των αστακών και η τροφοδοσία για νεαρούς αστακούς στον ύφαλο.
Η κυβέρνηση στις Μπαχάμες έχει δημιουργήσει μια εθνική ειδική ομάδα για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Επί του παρόντος, η πιο αποτελεσματική θεραπεία για την ασθένεια είναι η εφαρμογή του αντιβιοτικού αμοξικιλλίνης απευθείας στα κοράλλια, το οποίο έχει σημειώσει κάποια επιτυχία στη μείωση της θνησιμότητας, αλλά δεν υπάρχει ρεαλιστική μόνιμη λύση.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, αντί να αντιμετωπίζονται τα συμπτώματα, υπάρχει ανάγκη αντιμετώπισης των πιθανών ανθρωπογενών αιτιών. Η φύση μπορεί να επουλωθεί φυσικά, λένε.
Με πληροφορίες του Guardian