«Ο Luis Emilio Aybar είναι μία φωνή από τα αριστερά, που στην Κούβα σημαίνει από πολύ αριστερά. Όπως κι αν το εξετάσει κανείς, θα έπρεπε να είναι υπέρμαχος του κομουνιστικού καθεστώτος στο νησί» σχολιάζει ο Guardian, παρατηρώντας πως μετά τις μεγάλες δημόσιες διαμαρτυρίες που συντάραξαν το έθνος πριν δύο εβδομάδες, ο 34χρονος δημοσίευσε ένα άρθρο στο περιοδικό LaTizza, που μιλά για «χώρο/απόσταση για να σκεφτεί για τον σοσιαλισμό».
Μετά την προαπαιτούμενη αποκήρυξη των ΗΠΑ, έγραψε: «Αυτό που συνέβη στις 11 Ιουλίου οφείλεται και στο γεγονός πως εμείς οι κομουνιστές και επαναστατικοί, δεν αγωνιζόμαστε με αρκετή ισχύ και αποτελεσματικότητα κατά των επιβλαβών πρακτικών της Πολιτείας. Υπερασπιζόμαστε την ενότητα με έναν τρόπο που στην πραγματικότητα την βλάπτει (...) Άκριτα ακολουθούμε τους ηγέτες μας αντί να διορθώνουμε την πορεία τους. Συμφωνούμε πειθαρχημένοι, όταν αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να σκεφτούμε και να δράσουμε με την δική μας βούληση».
«Στην αυταρχική Κούβα, αυτό ακούγεται ως κάτι που μοιάζει πολύ με αίρεση», σημειώνει ο Guardian στο αφιέρωμά του για την παρούσα κατάσταση στην Κούβα. «Για την Κούβα η διεθνής γνώμη ήταν πάντα διχασμένη», συνεχίζει ο αρθρογράφος Ruaridh Nicoll. «Οι επικριτές της εκπροσωπούνται ίσως καλύτερα από τον γερουσιαστή των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο, ο οποίος χαρακτήρισε το νησί τη μόνη χώρα στον κόσμο όπου οι Κουβανοί δεν μπορούν να πετύχουν».
Στον αντίποδα, οι υποστηρικτές ανταγωνίζονται τους τιμητές. Η Helen Yaffe, συγγραφέας και ακαδημαϊκός από το πανεπιστήμιο της Γλασκώβης κατέφτασε πρόσφατα στο νησί, συμμετέχοντας σε ένα κυβερνητικό συλλαλητήριο που οργάνωσαν οι ίδιες οι αρχές. «Κανείς δεν πρέπει να υποτιμά την αντοχή της επανάστασης της Κούβας» δήλωνε αργότερα στη Novara Media.
«Στο εσωτερικό της Κούβας, το καθεστώς απαιτούσε από παλιά αυτού του είδους την υποστήριξη, χαρακτηρίζοντας τους επικριτές gusanos, που θα πει «σκουλήκια». Παρ' όλα αυτά, το θέαμα χιλιάδων Κουβανών που κατέβηκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για την έλλειψη φαγητού, φαρμάκων και ηλεκτρική ενέργειας, φαίνεται πως δημιούργησε ορισμένες ορατές ρωγμές».
Ο Silvio Rodríguez είναι πιο γνωστός τραγουδιστής και τραγουδοποιός, και στα 74 χρόνια του, ο αστέρας είναι διεθνώς αναγνωρισμένος ως ένας άνθρωπος που ζει με βάση τις σοσιαλιστικές αξίες. Πριν την πανδημία, διοργάνωνε κάθε μήνα δωρεάν συναυλίες στις φτωχότερες γειτονιές της Αβάνας.
Την περασμένη εβδομάδα ωστόσο, συνάντησε τον αντιφρονούντα σεναριογράφο Yunior Garcia, ο οποίος είχε συλληφθεί κατά τη διάρκεια των διαμαρτυριών. Συζήτησαν για την αναταραχή αλλά και την «βαριά» αντίδραση της κυβέρνησης». Λίγο αργότερα, ο Rodríguez έκανε έκκληση για την απελευθέρωση όλων όσων δεν είχαν καταφύγει στη βία. «Πρέπει να είμαστε λιγότερο προκατειλημμένοι» δήλωσε. «Να υπάρξει εντονότερη επιθυμία για να ξεπεράσουμε το βουνό από οικονομικά και πολιτικά προβλήματα».
Κριτικές όπως αυτή, θέτουν την κυβέρνηση της Κούβας σε αμυντική στάση. Οι αρχές υποστηρίζουν ότι έχουν γίνει αντικείμενο ενός «κύματος παραπληροφόρησης από τις ΗΠΑ».
Ο Carlos Fernández de Cossío είναι δεύτερος μόνο πίσω από τον υπουργό Εξωτερικών Υποθέσεων. Επιμένει πως οι πληροφορίες για «εξαφάνιση» διαδηλωτών σε φυλακές και κέντρα ανακρίσεων «απλά δεν είναι αλήθεια»: «Υπάρχουν άνθρωποι που κρατήθηκαν και άνθρωποι που συνελήφθησαν, αυτοί παραβίασαν τον νόμο», δήλωσε, αποφεύγοντας να δώσει συγκεκριμένους αριθμούς. Ανεξάρτητα μέσα κάνουν λόγο για 650 κρατούμενους. Ερωτηθείς για τι νομίζει πως έβγαλε τους Κουβανούς στους δρόμους, ο De Cossío αποκρίθηκε «λοιπόν, δεν ήταν ο καπιταλισμός».
Οι διαδηλωτές φώναζαν συνθήματα όπως «ελευθερία» και «πατρίδα και ζωή», που παραπέμπουν στον τίτλο ενός αντικυβερνητικού τραγουδιού. Οι ελλείψεις που αντιμετωπίζουν είναι αποτέλεσμα της έλλειψης ρευστότητας σε συνάλλαγμα στην Κούβα, μία κατάσταση που επιταχύνθηκε από την πανδημία, η οποία ζημίωσε βαθιά την οικονομία που βασίζεται στον τουρισμό.
Ο De Cossío κατηγόρησε για την κατάσταση το 60ετές εμπάργκο, που εντάθηκε επί Ντόναλντ Τραμπ και διατηρείται από την κυβέρνηση Μπάιντεν. Όπως λέει υπήρχε περισσότερος διάλογος με την Ουάσινγκτον επί Τραμπ παρά τώρα με τον Μπάιντεν. «Δεν υπάρχει διάλογος αυτή τη στιγμή», δήλωσε.
Στο άρθρο του για το La Tizza ωστόσο, ο Aybar πήρε αποστάσεις και τάχθηκε πιο κοντά σε μία ανάλυση που οι συνόψισαν οι Financial Times, για την Κούβα ως το «τελευταίο προπύργια μαρξιστικού, κεντρικού σχεδιασμού».
«Κατά τη διάρκεια του 2020, οι μισές επενδύσεις της χώρας αφορούσαν τις κατασκευές ξενοδοχείων, σε μία περίοδο δραστικής μείωσης του διεθνούς τουρισμού, και μεγάλης έλλειψης επενδύσεων στην αγροτική παραγωγή», έγραψε. «Μία αποτυχία να πιέσουμε την κυβέρνηση από τα αριστερά, θα σημάνει πως η δεξιά θα λάβει την πρωτοβουλία (...) περισσότερη αγορά, περισσότερη ιδιωτική περιουσία, λιγότερη εκπαίδευση και δημόσια υγεία».
Μόνο ο χρόνος θα αποδείξει κατά πόσο μια εσωτερική μεταρρύθμιση θα ικανοποιήσει τον πληθυσμό. Αυστηρή κριτική πάντως άσκησε και ο πρώην πρέσβης της Κούβας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Carlos Alzugaray, που σημειώνει σε άρθρο του πως θεωρεί «βασικό», να μην κάνει το λάθος η κυβέρνηση να κατηγορήσει εξωγενείς παράγοντες.
Παρακολουθούσε την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην τηλεόραση, όταν επισήμανε ότι, παρά τις προσπάθειες επικριτών από τις ΗΠΑ, καθεστώτα όπως αυτό της Κίνας, του Βιετνάμ και της Κούβας έχουν αποδειχθεί ανθεκτικά στον χρόνο και πολύ δύσκολα να ανατραπούν. Κατά τη γνώμη του, η Κούβα πρέπει να ακολουθήσει την Κίνα και το Βιετνάμ προς μία «αγορά με σοσιαλιστικό προσανατολισμό».
Με πληροφορίες από Guardian